Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2011


Τα χέρια μου έπλυναν στη θάλασσα
φωτιές, απόπειρες, φόνους
δάκρυα και πόθους
γράμματα με άγνωστο σε μένα παραλήπτη
πανικούς στο μαξιλάρι
σεντόνια ιδρωμένα
«σ' αγαπώ» και «φεύγω».
Κι ήρθε το κύμα κι έπλυνε τα χέρια μου
μα εμένα μ’ άφησε στεγνή
να κοιτάζω την ακτή 
με μάτια που δεν πρόσεξαν ποτέ
 οι αυτόχειρες, οι νεκροί,
οι εραστές,
 κι οι πόρτες που κλείδωσαν πίσω μου.

Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2011

Στο λεωφορειο


Εξηντα χρονων
Γενος θηλυκο
Πρασινα ματια
Ξανθα, κοντα
Απεριποιητα μαλλια
κι ενα στομα,
Κολλημενο
Στο Γιατι
Στο δεν καταλαβαινω
Στο θελω να φυγω,
Κοιταζει τους δρομους
Που κυλανε
Εξω από το παραθυρο.

Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2011

Μικρο αστικο ημερολογιο #8#


Η ασφαλτος γυαλιζει στο πρωτο φως του πρωινου, τυφλωνει. Τα πεζοδρομια μυριζουν κουλουρι με σουσαμι, ο δρομος γεματος οδηγους που βιαζονται ,και οι γειτονιες αδειες και ηρεμες, μυριζουν ακομα ζεστα σεντονια.

Περπατω ξανα γρηγορα, εχω δουλειες που πρεπει να προλαβω, υποχρεωσεις που τρεχουν, ηλικιωμενοι με σπρωχνουν στα λεωφορεια, επιταχυνω μεσα σε μια περιεργη αισθηση εγκαταληψης, σε μια εικονα θολη. Αναρωτιεμαι ποσοι καταλαβαινουν τι τους συμβαινει κάθε μερα, αν εχουν χρονο να διαπιστωσουν το ιδιο το περασμα του χρονου, αν καταφερνουν να χαρισουν ένα χαμογελο σε καποιον φιλο ή στο παιδι τους. Αναρωτιεμαι αν το κανω κι εγω. Απαντηση δεν παιρνω, γιατι κρεμεται καπου στο ταβανι από κλωστουλες ασημενιες, μα εγω κοιταω χαμηλα. Παρατηρω τη ζωη να μην συμβαινει. Μαζες ανθρωπων τριγυρνουν μουδιασμενες καθημερινα.

Στο κεντρο της πολης δεν κυκλοφορουν συχνα παιδια. Τα παιδια εξοστρακιστηκαν ή ισως προφυλασσονται στις συνοικιες της πολης, μακρια από το κεντρο. Εκει εξω είναι η ζωη, πισω από σχολικα καγκελα και σιδερενιες πορτες. Μεσα σε χαμογελα με πεσμενα παιδικα δοντια, σε μια αγκαλια που κρεμεται από τον λαιμο φευγαλεα, σε ένα φιλικο χτυπημα, στο παιχνιδι. Στις ηλικιες αυτές δεν προσποιειται κανεις, υπαρχει τρυφερη αγνοια. Τι ωραιο συννεφο που σχηματιζει η αγνοια, ένα πουπουλενιο μαξιλαρι κατω από το μαγουλο…  Οι ενοχες είναι κλειδωμενες στο ντουλαπι, δεν γεννηθηκαν ακομα. Και χαμογελα. Όχι ένα, πολλα. Βλεμματα και χαμογελα που γεμιζουν την καρδια καραμελες. Χαμόγελα σου λεω! Ποσον καιρο εχεις να δεις καποιον να χαιρεται;

Κι υστερα πισω στη σκονη, πολυκατοικια δεξια, πολυκατοικια αριστερα και μια φωνη στοχευει τα αυτια μου. Ακουω μεσα σε κορνες:  -μην αδιαφορειτε, πειναω- . Κανενα κουραγιο να στρεψω το κεφαλι προς το μερος εκεινο, από φοβο μην αντικρυσω στα ματια της φωνης το τρομοκρατημενο βλεμα μου.

Επρεπε να βοηθησω τα γονατα μου που παρελυσαν να κανουν ένα βημα ακομα για να φυγουν. Να φυγουν… Χα! Από τι; Τις τελευταιες δεκα ωρες στο κεφαλι μου ηχει μονο ένας ψιθυρος…  -Μην αδιαφορειτε, πειναω-