Με βρήκες να χορεύω σε φύλλα φθινοπώρου
κι ανοιξιάτικους αγέρες, ανέμελη με μάτια φωτιά,
δόντια έτοιμα να καταβροχθίσουν τις μέρες,
ανήμπορη να φύγω από τον κόσμο
χωρίς να αφήσω μια σταγόνα μελάνι
ή σ' ένα δέντρο μια αγκαλιά.
κι ανοιξιάτικους αγέρες, ανέμελη με μάτια φωτιά,
δόντια έτοιμα να καταβροχθίσουν τις μέρες,
ανήμπορη να φύγω από τον κόσμο
χωρίς να αφήσω μια σταγόνα μελάνι
ή σ' ένα δέντρο μια αγκαλιά.
Έτοιμος από πάντα να με μάθεις, να πιεις
να ανασάνεις τον αέρα, να ψηλώσω
μες στο σώμα σου, σοφός από καιρό και με φόβο
να αρνηθείς το πρώτο κλάμα σου.
Κι όποιος σε δει, κι όπου με δουν
ποιος να καταλάβει το χώμα, τα σίδερα,
τους φόβους, τις αγκαλιές και το δάκρυ
ποιος την αγάπη και ποιος τ’ όνειρο.
Ποιος ξέρει αγάπη μου το γκρι μας και το χρώμα
και τους διαδρόμους που άνοιγαν σε πόρτες κλειστές
και τα παράθυρα αμπαρωμένα, να κοιτάζουν το κύμα
Και το παρελθόν να
ουρλιάζει και το παρόν
να απομακρύνεται κι η ζωή να τρέχει
το αύριο να σκοντάφτει και πάλι σιωπή
και κρυφτό και πάλι απ’ την αρχή
μηδέν κι υπό του μηδενός να σε συναντώ
σε μνήματα αγίων ζωή μου, ξέροντας από καιρό
πως δεν γίνεται χωρίς εσύ και δεν γίνεται χωρίς εγώ.
να απομακρύνεται κι η ζωή να τρέχει
το αύριο να σκοντάφτει και πάλι σιωπή
και κρυφτό και πάλι απ’ την αρχή
μηδέν κι υπό του μηδενός να σε συναντώ
σε μνήματα αγίων ζωή μου, ξέροντας από καιρό
πως δεν γίνεται χωρίς εσύ και δεν γίνεται χωρίς εγώ.
Γιατί είν’ το δέρμα διάφανο κι η ψυχή αστράφτει χρυσάφι
γιατί δέσαμε παρόν με το άπειρο κι όλα δικά μας
κι όλα δανεικά, έξω από ‘μας κι εμείς παντού.
Μην φοβηθείς, μόνο τα μάτια κλείσε κι άνοιξέ τα πάλι
κοίτα πώς σου ‘γνεφα από πάντα «καλώς όρισες».