Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2011

Somehow...




You looked peaceful for a while...



Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2011

Λείπεις.

Χύνω στο σώμα μου σκουριασμένο νερό
ξεπλένω από πάνω μου τον ιδρώτα σου
όπου κοιτάξω έχει σκουριά
κάθε που σταματάς να μ’ αγαπάς
χρυσή και κόκκινη σκουριά
βάφει τους τοίχους
κυλάει μες στα πόδια μου
κρύβεται στα σκεπάσματα
μπορεί και με ζεσταίνει.

Κι ύστερα ξυπνάς.




Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2011



            Οι εποχες περνουν πιο γρηγορα
από την οδυνη και τις συνηθειες.


                            Χειμωνιασε και εμαθες μονο
                            Να κλειδωνεις καλυτερα την πορτα.


Μια κλειδωμενη πορτα



Οσες φορες κι αν γυρισεις το κλειδι



Ακομη κι αν το εκανες τυχαια
                                 Δεν θα κρατησει κανεναν μεσα

                                                                                     Εκτος από ‘σενα.





Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2011

Η γλάστρα


Είναι μια γλάστρα στο περβάζι σκέτη, χωρίς λουλούδια, μόνο με χώμα. Όχι μια απλή πλαστική, από ‘κείνες τις άσχημες τις μαύρες. Μια πήλινη, ζωγραφισμένη απ’ έξω με λουλούδια, σαν από χέρι μικρού παιδιού.

Φυτεύουν μέσα της αποτσίγαρα άντρες κάθε πάστας. Κοντοί, ψηλοί, με μικρούς εγκεφάλους και μεγάλο αντρισμό ή σπουδαία φαντασία και λερωμένο βρακί από την μοναξιά. Μετά από κάθε "σ' αγαπώ"  μια καύτρα φυτεύεται μέσα σ’ αυτή την γλάστρα, που στέκεται χρόνια τώρα στο ίδιο περβάζι, του ίδιου δωματίου, κάτω από την ίδια κουρτίνα, του ίδιου σπιτιού.

 Τόσα μισοκαπνισμένα τσιγάρα χωμένα μέσα στο ίδιο σταχτιασμένο χώμα, μέσα στο ίδιο πήλινο σώμα, και δεν έβαλε κανείς ούτε ένα τόσο δα τσιγάρο ολόκληρο εκεί μέσα στα κρυφά, να προσποιηθούν όλοι πως έγινε θαύμα. Κανείς να πιστέψει πως ο θάνατος φυτρώνει μέσα σε ένα συνηθισμένο δωμάτιο. Κάποιος τέλος πάντων, να κάνει πως ρίχνει λίγο νερό ή ο, τι περίσσεψε από ένα κουτί ζεσταμένης μπύρας για να φυτρώσει λίγος καπνός. Λίγος καπνός να ζωντανέψει το δωμάτιο.

Μόνο κοιτούν. Εκτελούν το χρέος τους προς τη φύση, κουμπώνουν το φερμουάρ, πετούν δυο λόγια πρόστυχα, όπως «θέλω να σε ξαναδώ, νομίζω μου έλειψες», σβήνουν το αναθεματισμένο τσιγάρο τους και φεύγουν. Στο τέλος της βραδιάς, το ίδιο κορίτσι που έφερε χρόνια πριν τη γλάστρα μέσα σ’ αυτό το δωμάτιο μαζεύει τις γόπες, τις πετάει από το παράθυρο, ξεσκονίζει το περβάζι και σβήνει το φως.

Και αύριο βράδυ ή γλάστρα θα είναι το ίδιο νεκρή και το κορίτσι θα έχει το ίδιο μουδιασμένο χαμόγελο να χαρίσει σε κάθε έναν που θα της ζητήσει φωτιά.

Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2011

Γραμμα στον Σκορδα (1/10/11)



«Νύχτωσε πάλι
 Η μέρα που ήταν να ‘ρθει σήμερα τι απέγινε;»*


Θα αρχίσουμε κάποτε Βασίλη να ρημάζουμε τους τοίχους, θα τους καταβροχθίσουμε. 

Μια μέρα δεν θα μας νοιάζει που η πόρτα θα είναι κλειστή, που δεν θα έχουμε λεφτά να πάμε παραπέρα από το κέντρο της πόλης. Θα πουλάς τα πακέτα σου με ποιήματα αφυδατωμένα από τα γηρατειά, και κάθε φορά που κάποιος θα τολμά να μυρίσει το πακέτο θα ανασταίνεται ο καπνός και η πόλη θα καίει  από αγάπη.

Θα κοιταχτούμε σ’ έναν καθρέφτη πριν σπάσει, να το ξέρεις. Και τότε όλα θα πάνε καλυτέρα, το ξέρω. Αρκεί πριν από αυτό να γλιτώσουμε από τους περαστικούς που ελπίζουν σ’ έναν καβγά, κι από ‘κείνους που θα σε δείρουν για τα βιβλία που σου χάρισαν κρυφά  τα ράφια τους. Εγώ θα τρώω αηδίες κι εσύ θα στέκεσαι παραπέρα και θα γελάς, μα δεν θα με νοιάζει. Γιατί θα συναντιόμαστε με τα μούτρα μας κι ο ουρανός δεν θα μας καταριέται.

Καιρό τώρα το ελπίζω. Κι ίσως μετά όλα να είναι ίδια, να μην έχουν καμία διαφορά από το παρόν. Αλλά θα ‘χουμε κερδίσει δυο ιστορίες παραπάνω και μερικές ακόμα γραμμές στις παλάμες μας, να υπόσχονται τυχαία πως θα ζήσουμε λιγάκι παραπάνω.

Και τώρα ζούμε Βασίλη, το ‘ξερες;
Ιωσηφίνα


(Γ. Αγγελάκας, "Λέξεις")

Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2011


Χρειάζομαι λίγο πάθος
Κάθε φορά που μια νύχτα τελειώνει
Με ματωμένα τα χείλη,
Για να μπορέσω να αντέξω την επόμενη αυγή.

Μου λείπει εκείνο το είδος του πάθους
Που θα με εθίσει σε κάτι ιδεατό,
Κάτι που θα μου θυμίσει τη ζωή.

Δεν φτάνει ένα δαχτυλίδι καπνού
Να αιωρείται πάνω από το σώμα μου
Ή η ζάλη της μέθης.

Χρειάζομαι λίγο πάθος
να ζεστάνει το μυαλό μου, 
Μόνο αυτό.

Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2011


Αν είναι λοιπόν να πενθήσω
Για τους έρωτες που έθαψα
Θα το κάνω ευχαρίστως
Με την ίδια υπομονή που ευχόμουν
Να κοιμηθεί η θλίψη μου.
Κάθε βράδυ θα πλαγιάζω
δίπλα σε κάποιο σώμα ξένο
διάτρητη από την ανάγκη
να νιώσω την φορμόλη της ανάσας του
να με καθησυχάζει.
Μόνο που δεν ξέρω πώς
Να διώξω εκείνες τις ενοχές
Για το πιστόλι
Που κουρνιάζει στο μαξιλάρι μου.