Ξημέρωνε μια μέρα στις πρώτες αρχές της άνοιξης. Ξύπνησε,
είχε κοιμηθεί περίπου μία ώρα, μπορεί και λιγότερο. Ξύπνησε κι εκείνη που κοιμόταν
δίπλα του, έκανε κρύο, η οροφή πάντα έβαζε λίγο αέρα από τα ξύλινα σανίδια της.
Ο φεγγίτης δεν άφηνε ακόμα φως να περάσει, δεν είχε φέξει. Την κράτησε αγκαλιά
σαν να την έχανε για πάντα, την φίλησε πολλές φορές κι εκείνη τον έδιωξε
μαλακά. «Φύγε, μη με χαιρετάς. Θα τα πούμε…»
Την κρατούσε σφιχτά όλη αυτή τη μια ώρα κι ας του γυρνούσε
την πλάτη. Μεθυσμένοι κι οι δύο, αποκαμωμένοι. Αυτός από την θλίψη, εκείνη από
την κούραση των τελευταίων ημερών. Είχαν μαζέψει σε κουτιά όλα τα πράγματά της,
του χάρισε αρκετά που δεν ήθελε να πάρει μαζί της. Μπαχαρικά για να μυρίζει,
ένα κερί να καίει, ίσως και κάνα δυο ακόμα ψιλοπράγματα. Έκλεισαν βιαστικά τα
κουτιά, σφιχτά με ταινία, να μην προλάβουν να τα δουν, έτσι όπως είχαν
στριμωχτεί άχρηστα… Κάποτε χρήσιμα και αγαπημένα, είχαν δώσει ζωή στις μέρες τους,
σε πάρτυ, σε απογεύματα Κυριακής με φίλους.
Κι έπειτα βγήκαν. Συνάντησαν φίλους, ήπιαν… Ήπιαν και
χόρεψαν σαν να ήταν η τελευταία τους μέρα. Μαύροι τοίχοι με δυνατή μουσική,
τζιν, μπύρα, σφηνάκια, χορός και σχεδόν όλοι εκείνοι που αγαπούσε σ’ εκείνο το
μέρος, μαζί τους. Εκείνη δάκρυσε κρυφά, ένας ή δύο την κατάλαβαν, και την
παρακάλεσαν με το βλέμμα να σταματήσει. Υπάκουσε και συνέχισε τον χορό. Οι
καινούργιες αρχές γιορτάζονται πάντα σαν ένα αόρατο τέλος. Έφυγαν όταν δεν
άντεχαν άλλο, γύρισαν δυο τους στο «συσκευασμένο» σπίτι, και κάποτε κατάφεραν
κι αγκαλιάστηκαν γυμνοί, να ζεστάνουν τις ψυχές τους.
Τα υπόλοιπα έγιναν
ταχύτατα. Αφού έφυγε εκείνος, αυτή μάζεψε τα τελευταία της πράγματα μέσα στα
χθεσινοβραδινά απομεινάρια του κορμιού της, τα σεντόνια και τις κουβέρτες τις συσκεύασε
όπως όπως σε κάτι πλαστικές σκληρές σακούλες, από βιασύνη. Ήρθαν μερικοί φίλοι,
φόρτωσαν τα πάντα σε ένα φορτηγό κι όλα τα υπάρχοντά της πήραν τον δρόμο τους. Ένας
καφές στα γρήγορα, δυο αγκαλιές, ένα λεωφορείο για την καινούργια πόλη,
ατέλειωτα βράδια σιωπής, μηνύματα στο κινητό, τηλέφωνα, μικρά ταξίδια
επιστροφής, άγνωστοι άνθρωποι, ελάχιστα μεθύσια, πολλή σιωπή κι ύστερα λίγη
σιωπή για συμπλήρωμα, καινούργιοι άνθρωποι, γραπτά σε σελίδες, θάλασσα, δέντρα,
κι έπειτα πάλι καινούργιοι άνθρωποι… Κι εκείνοι οι δυο μαζί και μόνοι.
Μέχρι που εκείνη, μερικές εποχές μετά βρήκε στο ντουλάπι,
ξεχασμένα από την μετακόμιση, τα σεντόνια εκείνης της τελευταίας νύχτας
τυλιγμένα ακόμα στο πλαστικό τους κλουβί. Τα ξετύλιξε και την πήρε η μυρωδιά τους,
η ξεχασμένη κι αυτή με τον καιρό. Τα δίπλωσε και τα ακούμπησε απαλά δίπλα στο
πλυντήριο.