τις ελπίδες ένα βράδυ μοναχά
για να ζήσουν ίσως ένα πρωινό
ανυπάκουες, φρούδες, πένθιμες.
κι ο εκείνος ήταν ένας και μοιραίος
φοβισμένος τότε άντρας και φαντάσου
ο πατέρας, φίλος, άντρας, αδερφός.
θα κεντάς, θα στέργεις μαύρη κι ακριβή
τα μικρά σου όχι, λίγα και φτωχά σου ναι
θα σωπαίνεις πρώτη, δεύτερη θα ζεις.
να προσμένεις κάποια δήθεν σωτηρία
από αυτούς που χρόνια τώρα καρτερείς
ανυφάντρα μοίρας, κάλπικης ζωής.
(Από την ποιητική συλλογή Φως Αμάραντο)