Μου είπαν να μη μιλήσω. Και σώπασα.
Μου είπαν πως δεν γράφω καλά. Και τους άκουσα.
Μου είπαν πως γράφω καλά. Και έσκυψα το κεφάλι κοκκινίζοντας.
Μου είπαν είσαι όμορφη. Μου είπαν είσαι καλή. Μου είπαν είσαι η χειρότερη.
Μου είπαν πως δεν μπορώ. Μου είπαν πως δεν αξίζω. Μου είπαν πως δεν ξέρω. Πως δεν θα τα καταφέρω.
Μου είπαν πως είμαι λίγη. Εγωίστρια. Φτηνή. Δυστυχισμένη.
Μου είπαν να μην δώσω. Να κοιτάξω εμένα. Να μη με νοιάζουν οι άλλοι.
Μου είπαν πως βαδίζω στον λάθος -γι'αυτούς- δρόμο. Και με τραβούσαν στον "σωστό".
Με τάισαν φόβο. Αμφισβήτηση.
Με πότισαν θλίψη κι ενοχές.
Με κοίμησαν σε κρεβάτια κοινοκτημοσύνης.
Τους άφησα.
Όλα τα έκαναν γιατί τους άφησα.
Τους πίστεψα, γιατί τους άφησα.
Ντράπηκα, γιατί τους άφησα.
Δέχτηκα να φάω. Δέχτηκα να κοιμηθώ. Δέχτηκα να πιω.
Μόνη μου. Μοναχή μου. Εγώ.
Και κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Κι άκουσα κι άλλη μια φωνή. Μέχρι που άρχισε να αντηχεί παντού. Να σπαράζει και να βγαίνει από το δικό μου μυαλό, απ' τα δικά μου χείλη, από μένα.
Μπορώ.
Μ' αγαπάω.
Σ' αγαπάω.
Αγαπάω
Προσπαθώ ώσπου να πετύχω. Αν αποτύχω δεν πειράζει.
Εμπιστεύομαι την ζωή.
Δεν πιστεύω στον φόβο. Πιστεύω στο όνειρο.
Είμαι επαρκής.
Είμαι ευτυχισμένη κάθε μέρα.
Βελτιώνομαι.
Προσφέρω.
Αξίζω.
Τα καταφέρνω.
Και πάνω απ' όλα... Δεν πειράζει για όσα είπαν, για όσα από αυτά με ανέθρεψαν τόσα χρόνια, για όσα με δική μου ευθύνη τα έκανα κτήμα μου.
Γιατί τώρα ξέρω.
Κάθε υπέροχη αρχή ήταν πάντα ένα αόρατο, καλογυαλισμένο τέλος.
Μου είπαν πως δεν γράφω καλά. Και τους άκουσα.
Μου είπαν πως γράφω καλά. Και έσκυψα το κεφάλι κοκκινίζοντας.
Μου είπαν είσαι όμορφη. Μου είπαν είσαι καλή. Μου είπαν είσαι η χειρότερη.
Μου είπαν πως δεν μπορώ. Μου είπαν πως δεν αξίζω. Μου είπαν πως δεν ξέρω. Πως δεν θα τα καταφέρω.
Μου είπαν πως είμαι λίγη. Εγωίστρια. Φτηνή. Δυστυχισμένη.
Μου είπαν να μην δώσω. Να κοιτάξω εμένα. Να μη με νοιάζουν οι άλλοι.
Μου είπαν πως βαδίζω στον λάθος -γι'αυτούς- δρόμο. Και με τραβούσαν στον "σωστό".
Με τάισαν φόβο. Αμφισβήτηση.
Με πότισαν θλίψη κι ενοχές.
Με κοίμησαν σε κρεβάτια κοινοκτημοσύνης.
Τους άφησα.
Όλα τα έκαναν γιατί τους άφησα.
Τους πίστεψα, γιατί τους άφησα.
Ντράπηκα, γιατί τους άφησα.
Δέχτηκα να φάω. Δέχτηκα να κοιμηθώ. Δέχτηκα να πιω.
Μόνη μου. Μοναχή μου. Εγώ.
Και κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Κι άκουσα κι άλλη μια φωνή. Μέχρι που άρχισε να αντηχεί παντού. Να σπαράζει και να βγαίνει από το δικό μου μυαλό, απ' τα δικά μου χείλη, από μένα.
Μπορώ.
Μ' αγαπάω.
Σ' αγαπάω.
Αγαπάω
Προσπαθώ ώσπου να πετύχω. Αν αποτύχω δεν πειράζει.
Εμπιστεύομαι την ζωή.
Δεν πιστεύω στον φόβο. Πιστεύω στο όνειρο.
Είμαι επαρκής.
Είμαι ευτυχισμένη κάθε μέρα.
Βελτιώνομαι.
Προσφέρω.
Αξίζω.
Τα καταφέρνω.
Και πάνω απ' όλα... Δεν πειράζει για όσα είπαν, για όσα από αυτά με ανέθρεψαν τόσα χρόνια, για όσα με δική μου ευθύνη τα έκανα κτήμα μου.
Γιατί τώρα ξέρω.
Κάθε υπέροχη αρχή ήταν πάντα ένα αόρατο, καλογυαλισμένο τέλος.