Έσκαψα με τα
νύχια μου την πέτρα
κι έσυρα κι άνοιξα την πύλη
έβγαλα με τα χέρια μου καρφιά
και τους πασσάλους από τον βράχο
κι έπλυνα δυο σώματα, δύο πουλιά
πού ‘χαν σπασμένα και καμένα τα φτερά
κι έσυρα κι άνοιξα την πύλη
έβγαλα με τα χέρια μου καρφιά
και τους πασσάλους από τον βράχο
κι έπλυνα δυο σώματα, δύο πουλιά
πού ‘χαν σπασμένα και καμένα τα φτερά
Και πού να
σε φιλήσω γιε μου
πού να σε ακουμπήσω αμάραντο
που έχασα το όνομα σου πριν το πεις
κι έχασα τα μάτια σου πριν τα ανοίξεις
πού να σε ακουμπήσω αμάραντο
που έχασα το όνομα σου πριν το πεις
κι έχασα τα μάτια σου πριν τα ανοίξεις
Και που να
αφήσω τα μαλλιά σου
κόρη μου αγαπημένη, λυπημένη κι αγνή
που’ δες το λευκό από την γέννα σου
και το άσπρο στο φευγιό σου
κόρη μου αγαπημένη, λυπημένη κι αγνή
που’ δες το λευκό από την γέννα σου
και το άσπρο στο φευγιό σου
Κι όσοι
περπάτησαν μέσα στα βάθη
μέσα στο χώμα όσοι περπάτησαν
κι έβλεπαν τα κορμιά σας μα δεν τα’ βλεπαν
κι άκουγαν τις φωνές σας μα δεν άκουγαν
τι να τους πω και πώς να τους μιλήσω
μέσα στο χώμα όσοι περπάτησαν
κι έβλεπαν τα κορμιά σας μα δεν τα’ βλεπαν
κι άκουγαν τις φωνές σας μα δεν άκουγαν
τι να τους πω και πώς να τους μιλήσω
Που ‘ρθε το
κύμα και σας πήρε και σας κοίμισε
και για νανούρισμα είχατε αφρό
για στρώμα πράσινο αλάτι κι άμμο
και μου’ μεινε από σας ένα μαντήλι κόκκινο
και για νανούρισμα είχατε αφρό
για στρώμα πράσινο αλάτι κι άμμο
και μου’ μεινε από σας ένα μαντήλι κόκκινο
κι ένα μπαστούνι απ’ την θάλασσα
να μου υπόσχεται τον δρόμο δύσβατο
και το βουνό πελώριο να μου υπόσχεται
ξοπίσω μια αμείλικτη, σοφή ανατολή.