Γέμιζε την αγκαλιά της, τα χέρια και τα μαλλιά της με κρίνα
διάφανα, φυτρώνανε πάνω της σαν απαλό χνούδι. Τα πότιζε, τα σκάλιζε, τα καλημέριζε
κάθε πρωί με περισσή ανάσα κι έπειτα, ξαφνικά, έδινε μια με τα νύχια της, άλλη
μια με τα δόντια της και τα έκοβε από πάνω της, τα ξερίζωνε, τα μαδούσε, να μην
την ακουμπάνε, να μην τα μυρίζει. Έπειτα πλενόταν και έβγαινε από το σπίτι
καθαρή και ματωμένη να συναντήσει καινούργιες μέρες.
Συνέχεια. Ξανά και ξανά. Πότε το δικαιολογούσε με
ανασφάλειες και φόβους, πότε με την πορεία που όφειλε να πάρει στο ταξίδι της ζωής,
πότε με επιλογές, πότε με ελευθερίες, πότε με δειλίες, πότε με ανάγκη. Έπαιρνε
ένα τρένο κι έφευγε, αυτή η Μελένια, με τα κατάξανθα μαλλιά και τα κρίνα για
δέρμα. Κάθε φορά κι άλλο τρένο. Κάθε φορά κι άλλοι συνεπιβάτες, άλλες λευκές
σελίδες κι άλλο χρώμα μελάνι για να περιγράψει ό, τι της συνέβαινε, όταν
περίμενε στους σταθμούς ή όταν ταξίδευε για τον νέο της προορισμό.
Αδιάφορη για όσα άφηνε πίσω, με μια μαγική ικανότητα να τα
ξεχνάει όλα, να τους ξεχνάει όλους, λες και είχαν περάσει από τις μέρες της δανεικοί
και ξένοι, σαν να μην πλάγιασε δίπλα τους, σαν να μην φίλησε τα χέρια τους, σαν
να μην γέλασε και να μην έκλαψε μαζί τους, σαν να μην είδαν ποτέ μαζί τον ίδιο
ουρανό. Αυτή, η Μελένια, με τα κρίνα για δέρμα και τα ρόδα στα χέρια.
Έφευγε. Πάντα έφευγε. Ποτέ δεν της έφτανε τίποτα. Ποτέ,
κανείς. Μέχρι που ένα σούρουπο, στάθηκε να ανασάνει τα σύννεφα του ουρανού, που
κατέβαιναν μέχρι την κοιλιά της. Είχαν κατέβει να την χαιρετήσουν στον
καινούργιο της τόπο. Κι εκεί ήταν ακριβώς, που πήγε να ανασάνει βαθιά την
καινούργια άνοιξη, και πνίγηκε. Στριμώχτηκε όλος ο αέρας στα πνευμόνια της και
δεν έβγαινε. Αέρας παντού και ακίνητος. Ούτε προς τα μέσα, ούτε προς τα έξω. Κι
εκεί ήταν που κατάλαβε, εκεί ήταν που μύρισε τα μέσα της, εκεί ήταν που είδε
την καρδία της να χοροπηδάει κάπου πιο μακριά από την θέση της. Εκεί ήταν που η
Μελένια, αυτή η Μελένια με την δανεική όρεξη και τον ντελικάτο φόβο των κρίνων,
κατάλαβε πως ο τόπος αυτός ο τελευταίος την τρόμαζε, της καταλάγιαζε όλες τις επιθυμίες,
της νάρκωνε τα όνειρα.
Κι ήταν εκεί που είδε ξανά μια αγκαλιά από μελάνι, καιρούς
και τόπους πριν, να την παίρνει μέσα της και να γεμίζει τα στήθη της χρυσάφι, ήταν
εκεί που τα λάθη της έστεκαν μέσα στα βρώμικα πλακάκια του δρόμου, που είδε πως
οι φίλοι είχαν μείνει κάπου μακριά κι αδυνατούσε να δει ποιος ήταν μπροστά και
ποιος πίσω, ήταν εκεί που είδε όλα τα χιλιόμετρα που έκανε κι όλα εκείνα που
αρνήθηκε να κάνει από πείσμα και λύπη. Ήταν εκεί, ήταν τότε. Που όλα τα μακρινά
ήταν μαλαματένια κι όλα τα κοντινά εφήμερα και ξένα. Ήταν εκεί, ήταν εδώ και
τώρα, που ήξερε πως ο δρόμος με τα σύννεφα μπροστά της χωρούσε ένα κορμί να
περπατάει μόνο, και πίσω της ήταν μια άδεια πλατεία με παλιές φωτογραφίες αντί
για δέντρα.
Ήταν εκεί, ήταν εδώ, που είδε πως οι παλιές φωτογραφίες
είναι θησαυρός κι όχι θηλιές στον λαιμό, ήταν τότε που όλα τα «όχι» και τα «μη»
που είχε πει, ήταν εκείνα που κατέβαζαν τα σύννεφα πιο κάτω, σε κάθε καινούργιο
τόπο. Κι άλλο δεν της είχε μείνει πια, από το να χωθεί στα σύννεφα και να
ελπίζει πως αν φυσήξει με όλη της τη δύναμη, θα ξαναδώσει πνοή στα κρίνα της και
θα διώξει τα σύννεφα, μήπως κι έτσι απαντήσει του ήλιου η φεγγαράδα. Αυτή, η
Μελένια με την συννεφένια καρδία και τους κρινόσπορους στα δάχτυλα, έτοιμη να
προσφέρει ό, τι είχε, για να αντικρύσει πάλι λίγο φως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου