-H Κατερινα, ο Γιαννης
-Α! Νομιζω σε θυμαμαι... Σε ειχα γνωρισει σε μια πλατεια πριν χρονια, μπροστα στο αγαλμα
-Α, σε θυμαμαι κι εγω, ναι...
Εμενε στα τελευταια διαμερισματα ενος νεοκλασσικου, χρησιμευε τοτε για να εκτονωνουν την μοναξια τους κατι μπερδεμενοι αντρες. Ηταν φτηνοτερο απο τα αλλα, κι ας διαφωνουσε η αδερφη του. Δεν πειραζει, ειχε περιστερια τριγυρω να κοιταζει, σαν εκεινα που μπλεκονταν στα ποδια μας, οσο καθομασταν σε κεινο το παγκακι. Μια κοινη γνωστη τοτε αναμεσα, ο αδερφος μου τωρα.
Δεν ειχαμε τιποτα αλλο να πουμε. Μονο θυμηθηκαμε για λιγο. Ποτε δεν εχω να πω κατι σε ανθρωπους που γνωριζω ή βλεπω τυχαια. Μου φαινεται ανωφελο, να ανταλασσεις κουβεντες με γνωστους που συναντας τυχαια. Γι'αυτο δεν κανω φιλιες ισως. Να, τωρα ας πουμε, δεν σκεφτηκα να τον ρωτησω αν μενει ακομα στο ιδιο μερος. Θα ηταν ενδιαφερον. Οι ερωτησεις προκυπτουν αργοτερα στο κεφαλι μου, οπως και οι εικονες, οι αναμνησεις. Αληθεια, εχω προβλημα με τις αναμνησεις. Μοιαζουν ολες θλιμμενες ή τουλαχιστον εγω θλιβομαι οταν θυμαμαι. Εχω προσπαθησει πολλες φορες να τις αποκοψω απο το εγω μου, ισως και να νιωσω χαρουμενη στην σκεψη τους, αλλα η θλιψη κερδιζει παντα. Θυμαμαι.
Ενα μεσημερι, στην αγαπημενη μου ωρα, να περιμενω εναν αγνωστο μαζι με εναν ποιητη που φορουσε ενα τσιγαρο στα χειλη. Και περιμεναμε αμιλητοι, κοιτωντας αφηρημενοι τα περιστερια που πεσανε σε κατι κομματια απο ψωμι. "Ειναι αρουραιοι με φτερα", ειπε ο ποιητης, κι ανεφερε το ονομα εκεινου που το ειχε πει πρωτος. Μα εγω θα ορκιζομουν οτι το ενα του ματι σκοτεινιασε λιγακι περισσοτερο, κι ετσι δεν μπορεσα να συγκρατησω το ονομα. Κι επειτα ηρθε εκεινος ο αγνωστος, με ενα χαμογελο που με εκανε να ντρεπομαι τη ζωη. Ειναι φτηνα τα πρεπει και τα θελω, και πιο φτηνα τα "μπορω" που ξεστομιζουμε καθε μερα. Τετοια σκεφτομουν και θυμωνα με μενα και δαγκωνα τα χειλη μου, να τα τιμωρησω για τα χαμογελα που ντραπηκαν να χαρισουν. Και περνουσε το απογευμα, περνουσαν οι ωρες.
Καμια φορα, σκεφτομαι οτι οι αναμνησεις ειναι θλιβερες, γιατι οι ιδιοι οι ανθρωποι που τους εδωσαν καποτε υποσταση σαν στιγμες ειναι θλιβεροι. Σχεδον απαισιοι. Δεν ξερω τι συμβαινει με το ειδος μου, καμια φορα το σιχαινομαι, κι επειτα σκεφτομαι οτι δεν φταινε εκεινοι. Ισως κι αυτοι να σιχαινονται εμενα. Δυσκολη η συνυπαρξη, ακομα κι αισχρη.
Κι επειτα ξαναεμφανιζονται δυο τρεις αλλοι, που δεν σ'αναγκαζουν να μιλας, μονο σου λενε ιστοριες. Ειναι σπουδαιοι οι ανθρωποι που ξερουν να αφηγουνται χωρις να κομπαζουν. Μου προσφερουν ηρεμια και ασφαλεια, δεν νοιαζονται να πουν οτι με ξερουν. Και γραφουν γραμματα σε φανταστικες γυναικες, στιχακια σε πορτοκαλι χαρτακια, και φωναζουν μεσα στο δρομο, με μια αφελεια ξεχωριστη. Κι αλλοι που σ'αγκαλιαζουν μεσα στη νυχτα για να κλαψεις κι ετσι μοναχα συγχωρεις τον εαυτο σου για τα λαθη σου ή σου χαιδευουν τα δαχτυλα οταν κοιμασαι. Αυτοι, που ειναι ποιητες στα κοκκαλα τους, κι ας κουβαλανε πανω τους τον οικτο της ζωης τους, ας σερνουν πισω τους φοβους πραγματικους.
Με μπερδευουν οι ανθρωποι, νιωθω μικρη καμια φορα. Συνηθως οταν ειμαι μονη.
Και τωρα δεν εχω κατι αλλο να πω.
Θελω να σταματησω.