Το καλοκαιρι λατρευω τις ωρες που πλησιαζουν κι απομακρυνονται απο τη νυχτα. Τις ωρες της μερας η πολη σχεδον δεν ανασαινει, ζεχνει σιωπηλα την ασχημια της. Οταν ο ηλιος βρισκεται στις ακρες του ουρανου ζωντανευουν ολα, τα χρωματα, τα λογια... Τα ξημερωματα, περιπου στις 3 μυριζει ψωμι που ψηνεται. Αν ημουν λιγο πιο ρομαντικη θα προσπαθουσα να καταλαβω αν καιγεται πανω σε πετρα ή σε μεταλλο.
Μεγαλωνω και μικραινω κατω απο τα κεραμυδια, αγκαλια με τα σκεπασματα και γλυφοντας νερο απο τους τοιχους. Εχω ακουμπησει το μυαλο μου σε ενα συρταρι να ξεκουραστει και σκεφτομαι με τα δαχτυλα μου τις ωρες που λειπει. Δεν μιλαω πολυ, ειδικα οταν ακουμπαω τα μαλλια του ή όταν αφηνεται στα ποδια μου. Προτιμω να τον ακουω ή να μετράω τους πορους στο δερμα του. Τοτε τα πραγματα ειναι απλα, και ισως να ειναι τοσο απλα και ολες τις υπολοιπες ωρες.
Μου φτανει αυτο. Δεν παιζω κυνηγητο με τις στιγμες, ειναι ολες εδω, εχουν φωλια μες στη σκεπη, στο περβαζι μου, μεσα στο χωμα και ξεφυτρωνουν σαν ερωτας απο το πουθενα. Με κουρασαν τα δειλα χερια, τα σκιτσα σε φυλλα απο μπλε τετραδια που καηκαν για μια κουβεντα, τα ξερα πεταλα απο τριανταφυλλα που φωσφοριζουν μεσα στη νυχτα. Μου φτανει αυτο. Μου φτανω εγω εδω, ετσι, τωρα. Φτανει αυτος. Φτανει αυτο.