Κυριακή 29 Ιουλίου 2012

Έχεις ποτέ σου χορτάσει αγάπη;


Έχεις ποτέ σου χορτάσει αγάπη; Αγαπη που κρύβεται κατω από κάθε σου τρίχα και ξύνει το δέρμα σου…  Αγαπη που σε ξυπναει το πρωι και σου ανοίγει τα παντζούρια για να δεις τον ηλιο… Αγάπη που σε νανουρίζει κάθε βραδυ ήσυχα ήσυχα μεσα στην μητρα της… 

Πιες την, καταβρόχθισε την, κοιμησου μαζι της, τυλιξε την γύρω σου και τυλίξου γύρω της. Δεν θα την έχεις για παντα και το ξέρεις πως δεν υπαρχει τιποτα πιο φονικο απ’την αγαπη. Σκοτωνει ζηλιες, θυμους, ξενα ονειρα, θολες προσδοκιες, πρωην εραστες που κοιμηθηκαν για λιγα μονο βράδια στο ιδιο κρεβατι, σκοτώνει ακομα κι εκεινα που νομισες καποτε πως αγαπησες.

Κάθε βραδυ γεννιέσαι από την αρχή μαζί της, σε τραβάει με αλυσίδες και σου φοράει μετάξι μαύρο και λευκό βελούδο, σου δίνει φτερά και σου δυναμώνει τα πόδια, σου επιτρέπει να πετάς, αλλά μην τρέχεις… Η αγάπη πρέπει να ‘ναι ήσυχη, πετάει σαν πεταλούδα πάνω από τους ώμους σου. Προλαβαίνεις περπατώντας, δεν φεύγει.

Έχεις ποτέ σου χορτάσει αγάπη; Έχεις ποτέ σου χορτάσει αγάπη; Έχεις ποτέ  σου χορτάσει αγάπη; Ή μήπως χόρτασε αυτή από σένα; 

Δευτέρα 23 Ιουλίου 2012

Γιατί


Στο κουτί με δεμένες τις μαύρες
στολισμένες κορδέλες, που κρύβεις
των δειλών σου ερώτων τις μέρες
τα φτωχά σου ονείρατα κλαίνε
φασκιωμένα… Πανιά σκονισμένα
τα κρατάνε δεμένα με όρκους
και «γιατί» που ποτέ δεν ρωτάνε.

Για εκείνα τα χρόνια που είχαν
να υφάνουν με γέλια δεν λένε,
τα «γιατί» που τους καίνε… δεν ξέρουν…
με ποιον τρόπο να μάθουν αν φταίνε.

Μα ποιο όνειρο έφταιξε τάχα
αν εσύ δεν του έκανες χάρη
να του δείξεις γιατί τη ζωή σου
δεν θα βρεις το κουράγιο να ζήσεις.


(Ποίημα σε ανάπαιστο δεκασύλλαβο-"κομμάτι" του ποιητικού καφενείου)

  

Κυριακή 1 Ιουλίου 2012


Ακομα δεν μου λειπεις. Σου ελεγα. Κι εσυ στην σκεψη αυτή  χαιροσουν , γιατι ηξερες ότι καποια στιγμη δεν θα το εννοω. 

Ξεφτισε ένας μηνας αγραφος κι ηρθε καινουργιος. Μαζευω αλατι να σκεπαζω τα ματια μου τις ωρες που καιει ο ηλιος και τα βραδια κολλαω τα ποδια μου στον τοιχο και σκεπαζω την κοιλια μου με σεντονι. Το δεντρο μεσα μου μεγαλωνει κι ας είναι καλοκαιρι, με δροσιζει τα μεσημερια κι εγω ανασαινω ηρεμα.

Μισοκλειστα πατζουρια και η γλαστρα με τον βασιλικο στην βεραντα περιμενει κάθε βραδυ να ποτιστει. Εγω χαζευω τα νυχια στα δαχτυλα των ποδιων μου που κρεμονται εξω από το μπαλκονι, βαμμενα ποτε γαλαζια και ποτε ροδακινι –σημερα το εμαθα το χρωμα- και μαυριζω το δερμα μου, μεχρι να μυρισει μελι, να μπορεσεις να με καταβροχθισεις ολοκληρη. Μεχρι τοτε, πλεκω τα μαλλια μου και περιμενω ησυχα… 

Εβαλες στοιχημα κρυφα και κερδισες- τελικα που και που μου λειπεις- κι εγω απολαμβανω  την νικη σου και τα ταξιδια μας και τα πρωινα που με ξυπνας φιλωντας τα μαλλια μου. Δεν εχω τιποτα άλλο να περιμενω για την ωρα, δεν χρειαζεται.