Πώς μ’ αγριεύουν οι
άνθρωποι αυτοί που όλο φοβούνται.
Πώς με λυπούν οι ερωτευμένοι που δεν σήκωσαν τα μάτια να κοιτάξουν τον αέρα.
Πώς με πονούν τα λόγια που δεν άκουσε ποτέ κανείς, παρά έμειναν μετέωρα στα φύλλα ενός δέντρου.
Πώς με τρομάζουν οι ευχές που δεν φώλιασαν στα χέρια μας.
Πώς μου σωπαίνουν την καρδιά οι στιγμές που αρνηθήκαμε για ένα «ίσως».
Πώς ντρέπομαι τα λόγια που έγραψα και απάντηση δεν πήραν.
Πώς έχτισα ελπίδες για όλα αυτά να ανατραπούν…
Πώς χάσαμε αδερφέ μου τις ελπίδες, όταν ανοίξαμε την πόρτα απ’ το κλουβί για να πετάξουν…
Πώς με λυπούν οι ερωτευμένοι που δεν σήκωσαν τα μάτια να κοιτάξουν τον αέρα.
Πώς με πονούν τα λόγια που δεν άκουσε ποτέ κανείς, παρά έμειναν μετέωρα στα φύλλα ενός δέντρου.
Πώς με τρομάζουν οι ευχές που δεν φώλιασαν στα χέρια μας.
Πώς μου σωπαίνουν την καρδιά οι στιγμές που αρνηθήκαμε για ένα «ίσως».
Πώς ντρέπομαι τα λόγια που έγραψα και απάντηση δεν πήραν.
Πώς έχτισα ελπίδες για όλα αυτά να ανατραπούν…
Πώς χάσαμε αδερφέ μου τις ελπίδες, όταν ανοίξαμε την πόρτα απ’ το κλουβί για να πετάξουν…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου