Εξω φυσαει ενας αερας που σηκωνει τα σκεπασματα κάτω από τη σκεπή. Ήλιος. Πρωί. Όλα εντάξει, αρτιμελής και ελαφρώς αισιόδοξη. Αυτή η μέρα μπορεί να είναι μια απόπειρα για κάτι καλό. Για λιγο θαρρος. Πάντα ο αέρας μου δίνει δύναμη.
Έξω. Κρύο, θάλασσα με ηλιο, βουτιά με τη γλώσσα σε παραμύθια και αληθειες, τα παπουτσια μου ζωγραφισμενα με χαμογελα κ αισιοδοξια, δυο φωτογραφιες, δυο αγκαλιες, λιγο τρεξιμο, κι επειτα ένα ζευγαρι παπουτσια κρεμασμενα από ένα καλωδιο ρευματος, κοσμος, φασαρια, συνηθεια, μα τα αυτια επικεντρωνονται σε ηχους και χρωματα, στο ιδιο το τιποτα. Μα αυτή τη φορα το τιποτα μπορει να γινει τα παντα. Η γλωσσα ενός σκυλιου στην παλαμη μου, μου ακουμπαει τα ποδια και ειμαι ευτυχισμενη, τα στηθη μου ελευθερα κι ο δρομος γεματος σκουπιδια, ένα παιχνιδι από χαρτι χοροπηδαει στο πατωμα και στο κεφαλι μου, μια ματια στα Καστρα, κι επειτα παλι εξω. Ο δρομος είμαι εγω.
Στοπ. Υπογειο, μπλε καθισματα, ανθρωποι, αυτή τη φορα μοναδες, ματια γνωριμα, φωνες να εξερευνουν τη σιωπη, σωματα λυμενα, πρεπει τωρα να αφεθεις και να γινεις «η ομαδα». Μαθε ποιος εισαι κ αφησε το σωμα σου, εμπιστευσου το σωμα του αλλου, γινε ο άλλος, τωρα πρεπει να γινεις ο άλλος, μη σκεφτεσαι εσενα, μπορεις να φωναξεις, για λιγο μπορεις να μη νοιαστεις για τιποτα εκτος από το παιχνιδι. Ο πραγματικος κοσμος είναι εκει. Ο πραγματικος κοσμος είναι εδώ. Ο πραγματικος κοσμος είναι… Λιγο πιο ελευθερη τωρα και παλι εξω. Στοπ. Στοπ;
Αναδρομη. Μιλας. Περιεργο, αλλα δεν υπαρχει δισταγμος. Ναι, γινεται. Χρωμα από κακάο, εσυ μιλας για τοτε και ξερεις. Όλα ειχαν νοημα. Χρονια πριν, τα παρασιτα του ραδιοφωνου, παρασιτα στην καρδια, αθωοτητα και φωνες χωρις υποσταση πισω από το μικροφωνο, σε μεταμεσονυχτιες εκπομπες. Ένα μηνυμα. Ένα μονο. Απουσια. Κυλαει η ζωη, ρεει, ο δρομος πηγαινει, κανει στροφες, κ στα χερια μια κορδελα από μεταξι, μπλεκεται, γινεται σχεδιο, κρεμαει πανω της μπαλονια, λογια, δακρυα, αγαπες. Κι επειτα μια συμπτωση, μια στιγμη από το χαος και φερνει τις ανυποστατες φωνες διπλα, μεσα σε κάθε πορο του σωματος, σε κάθε μικροσκοπικη σκεψη του μυαλου. Κι ανθιζουν όλα, τα χιλιομετρα πανε περιπατο, η κορδελα πεταει στον αερα κι επειτα μετραει αποστασεις, μετραει «σ’αγαπω παντα», μετραει τα παντα και δεν μετραει τιποτα, γιατι δεν εχει λογικη. Γινεται «ευχαριστω», γινεται «σε μισω αγαπη μου», γινεται ένα με την απολυτη ευτυχια, κι υστερα γινεται ένα με το κενο. Μα τα ματια δεθηκαν ήδη. Μόνο κόμπος, ο φιογκος δεν εφτασε. Ακομα. Δυο χρονια πριν. Παρά μια μερα. Ακριβως. Και τωρα δεν μιλας, τωρα τα λογια φοβουνται την εκρηξη, φοβουνται μηπως τολμησουν. Δεν πειραζει. Η μηπως όχι; Στοπ. Κι ανασα.
Ποτε δεν ξερεις. Και το βραδυ είναι ομορφο, δροσερο οσο πρεπει και τα αεροπλανα πετουν πανω από το κεφαλι μας, και τα βλεμματα χαιδευουν αλλα χερια, μα η ελια που εχω κατω από το δεξι μου ματι παραμενει εκει. Και το φεγγαρι εχει κανει έναν γυρο. Δυο γυρους. Ξανα και ξανα. Την τριτη φορα, στο σκοταδι ειμαι μονη. Κι αληθεια, ο χρονος καμια φορα σταματαει ακομη, χωρις παρηγορια. Κλεισε το παραθυρο, εβγαλε ψυχρα.
Η πολη αυτή κρυβει μια πληγη κι ένα καταφυγιο για ολους. Κι είναι καλα ετσι.
Σωπασε τωρα. Τα χερια δεν ξεχνουν. Χαμογελο;