Ανοίγοντας την πόρτα και βγαίνοντας από το σπίτι είμαι μια κοπελα που περπαταει στο δρομο λίγο στραβα, το περπατημα μου θυμιζει αυτό της παπιας αλλα μαλλον είναι εμφανες μονο αν καποιος καθισει να με παρατηρησει. Εγω εχω σταματησει να παρατηρω τον κοσμο. Μου προκαλει αγχος. Πριν μερικες μερες ειδα έναν αντρα περιπου στα πενηντα να κλεβει ένα συσκευασμενο γλυκο από ένα περιπτερο. Ενιωσα συνενοχη με τον ουρανο, δεν τον ειδε κανεις. Και πώς να μιλησω; Για ποιον λογο; Εφυγε περπατωντας φοβισμενα, κι ας ηταν το τροπαιο σπουδαιο. Στο μυαλο μου εισεβαλε παλι ο πατερας μου. Εισβαλλει συνεχως, η εικονα του θολη, καθεται εκει και με ξεβολευει από την ηρεμια.
Περπαταω ωρες ατελειωτες. Ο δρομος είναι τα ταξιδια που δεν μπορω να κανω. Οι τοιχοι των πολυκατοικιων είναι ζωντανοι, ζωντανοι και μιζεροι. Αφισες, συνθηματα, βρωμια, υγρασια, που και που μερικα γκραφιτι. Μεγαλωσα αναμεσα στα δεντρα, και τωρα πια δεν βλεπω φυλλα πεσμενα γυρω μου κι ας είναι φθινοπωρο. Πηδαω πανω από σακουλες σκουπιδιων, μετραω ενοικιαστηρια, αγγελιες κάθε ειδους, και ταμπελες, προσπαθω να μην σκονταψω σε βγαλμενα πλακακια, να χωρεσω αναμεσα στα παρκαρισμενα αυτοκινητα, να δω που οδηγει ο δρομος. Μα δεν καταλαβαινω. Δυσκολευομαι να κατανοησω τους δρομους που περπαταω. Δυσκολευομαι να αγγιξω τον ανθρωπο που περναει διπλα μου.
Ντρεπομαι να ειμαι ευγενικη. Ο ανθρωπος που περπαταει διπλα μου και με σκουνταει με τον αγκωνα του με αντιμετωπιζει σαν εχθρο. Περπαταω λοιπον κι αποφευγω τα βλεμμα του καθενος, το κανω μονο αν υπαρχει χωρος για να ξεφυγει ενας από τους δυο μας. Αν τον κοιταξω καταματα την ωρα που με προσπερναει, τρομαζει. Του παραχωρω λιγο χωρο στο πεζοδρομιο και κοιταει θυμωμενα στο κενο, σαν να αγωνιζεται να δωσει λιγο νοημα στη συναντηση. Που βρεθηκε τοσος θυμος; Και γιατι δεν μπορεις να συνυπαρχεις απλα μαζι μου;
Με τρομαζει η καθημερινοτητα. Οι τασεις φυγης δεν εχουν πλεον το κουραγιο να με τραβηξουν με το μερος τους. Εμεινα κι αποδεχτηκα. Δεν ξερω τι αποδεχτηκα, αληθεια, δεν μπορω να καταλαβω. Ξεμεινα εδώ, χωρις ποιητικη γραφη, με ερωτες που ξοφλησαν, με φιλους που εφυγαν αδιαφορα, με αντρες που εμειναν μοναχα μερικα βραδια, που με σχηματισαν στο μυαλο τους προσωρινη κι ασημαντη, ξεμεινα με ανθρωπους που δεν μπορουν ουτε αυτοι να καταλαβουν.
Δεν θα γινω ποιητρια. Νομιζω δεν μπορω. Η ποιηση θελει παθος, παρατηρητικοτητα, να μην φοβασαι τον θανατο, να μπορεις να δαγκωσεις το δερμα σου για μια αγαπη. Η αγαπη πια δαγκωνει το δερμα της μονη της, εχει κρυφτει σε ένα ντουλαπι και καταβροχθιζει τον κανιβαλο εαυτο της. Ο θανατος αδιαφορει για τους φοβους μου, μου γυρισε την πλατη.
Ανοιγοντας την πορτα και μπαινοντας ξανα στο σπιτι ειμαι παλι εγω, γυναικα μονη, που ονειρευεται τα δεντρα, κοιμαται σε μονο κρεβατι και δενει ένα κορδελακι στο χερι της για να θυμαται. Να θυμαται να φευγει πριν δανειστει ξανα σε καποιον . Ειμαι εγω, ανθρωπος που ψαχνει την αθωοτητα σε συρταρια με φθαρμενα χαρτια, γραφει ακομα σε ένα σχολικο τετραδιο κι ελπιζει στη συντροφια του ραδιοφωνου. Κλεινοντας την πορτα είμαι μονο εγω, αλλα νομιζουν πως δεν ειμαι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου