Είναι μια γλάστρα στο περβάζι σκέτη, χωρίς λουλούδια, μόνο με χώμα. Όχι μια απλή πλαστική, από ‘κείνες τις άσχημες τις μαύρες. Μια πήλινη, ζωγραφισμένη απ’ έξω με λουλούδια, σαν από χέρι μικρού παιδιού.
Φυτεύουν μέσα της αποτσίγαρα άντρες κάθε πάστας. Κοντοί, ψηλοί, με μικρούς εγκεφάλους και μεγάλο αντρισμό ή σπουδαία φαντασία και λερωμένο βρακί από την μοναξιά. Μετά από κάθε "σ' αγαπώ" μια καύτρα φυτεύεται μέσα σ’ αυτή την γλάστρα, που στέκεται χρόνια τώρα στο ίδιο περβάζι, του ίδιου δωματίου, κάτω από την ίδια κουρτίνα, του ίδιου σπιτιού.
Τόσα μισοκαπνισμένα τσιγάρα χωμένα μέσα στο ίδιο σταχτιασμένο χώμα, μέσα στο ίδιο πήλινο σώμα, και δεν έβαλε κανείς ούτε ένα τόσο δα τσιγάρο ολόκληρο εκεί μέσα στα κρυφά, να προσποιηθούν όλοι πως έγινε θαύμα. Κανείς να πιστέψει πως ο θάνατος φυτρώνει μέσα σε ένα συνηθισμένο δωμάτιο. Κάποιος τέλος πάντων, να κάνει πως ρίχνει λίγο νερό ή ο, τι περίσσεψε από ένα κουτί ζεσταμένης μπύρας για να φυτρώσει λίγος καπνός. Λίγος καπνός να ζωντανέψει το δωμάτιο.
Μόνο κοιτούν. Εκτελούν το χρέος τους προς τη φύση, κουμπώνουν το φερμουάρ, πετούν δυο λόγια πρόστυχα, όπως «θέλω να σε ξαναδώ, νομίζω μου έλειψες», σβήνουν το αναθεματισμένο τσιγάρο τους και φεύγουν. Στο τέλος της βραδιάς, το ίδιο κορίτσι που έφερε χρόνια πριν τη γλάστρα μέσα σ’ αυτό το δωμάτιο μαζεύει τις γόπες, τις πετάει από το παράθυρο, ξεσκονίζει το περβάζι και σβήνει το φως.
Και αύριο βράδυ ή γλάστρα θα είναι το ίδιο νεκρή και το κορίτσι θα έχει το ίδιο μουδιασμένο χαμόγελο να χαρίσει σε κάθε έναν που θα της ζητήσει φωτιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου