Παρασκευή 8 Απριλίου 2011

7.4.11


Στον Γ.Γ.

Δεν ειναι ο πονος
που δινει θεληση για ζωη
κι οσα δακρυα κι αν στερευουν
πανω απο χαρτια
για να πλαγιασουν πανω τους
ποιηματα
στο τελος
η ζωη κρυβεται
στα πεταλα μιας μαργαριτας
εχει μια γλυκα απο αρνηση
κι εναν θανατο τοσο μακρινο
που τωρα μοιαζει σαν να μην υπηρξε

Δευτέρα 4 Απριλίου 2011

Μικρο αστικο ημερολογιο #2#


Στον τοιχο μου είναι κολλημενο ένα τεραστιο ημερολογιο που θυμιζει χαρτη, από τοτε, στη «γη της γηραιας Αλβιονας». Τρεις μηνες, μερα-μερα τραβηγμενοι με χι, σημειωμενα θαυμαστικα και ηλιοι-να εχω κατι να περιμενω, να προγραμματισω, να προλαβω να ζησω κατι ακομα- ενας τροπος να θαυμαζω το περασμα του χρονου. Λιγο ακομα να αγαπησω τη ζωη μου. Τα κουτακια που σημειωνουν τις μερες που ακολουθησαν είναι κενα. Και φταιω.

Καθενας αξιζει λιγη αγαπη. Σκεψεις με κατευθυνση προς μια θαλασσα μουχλιασμενη,ο ηλιος είναι εκει, ανοιξιατικος και ζεστος, αποπροσανατολιζει τον πονο. Όλα μοιαζουν καλυτερα στον ηλιο, μα παντα μου αγαπουσα τα σκοταδια. Καθενας αξιζει λιγη αγαπη, και πολλοι θα πεθαιναν πιο ευκολα αν ηξεραν πως καποιος τους αγαπα. Ή αν δεν ξεχνουσαν τοσο ευκολα.Καθενας μπορει να αξιζει λιγη αγαπη. Κι όταν ο πανικος ταραζει τα χερια σου στο ακουσμα του μπαγλαμα, τοτε ξερεις ότι κι εσυ αξιζεις αγαπη.Απο τον εαυτο σου, λιγο παραπανω. 

Ουφ και παλι. Ρυθμος, φωνη, το σωμα σταζει ειρωνια και απογνωση, τα ποδια πονανε, τα λεφτα δεν φτανουν για μπυρα, το τσιγαρο δανεικο, η παρεα διπλα, μα η μοναξια πιο κοντα, τα λαθη χαρισμενα -ουχι δανεικα- μα ευπροσδεκτα σαν το διαολο πισω από την ευτυχια, και η σιωπη εδώ. Η σιωπη ειναι εδώ. Εμεις; Θα φτασουμε εδώ; Και η μουσικη μες στο μυαλο γιατι δεν σωπαινει ποτε; Η μουσικη στο μυαλο δεν σωπαινει ποτε. Τελεία.

Κι εξω, η πολη, μυριζει παντα ζωη.

Παρασκευή 1 Απριλίου 2011

Μικρο αστικο ημερολογιο


Ξυπνημα, ενας σταυρος καμμενος στο ονειρο, ένα κυνηγητο ατελειωτο που σε ανακυρησσει επισημως μουμια στη ζωη, μηχανηματα κανουν φασαρια κοντα στην πλατεια, μια ματια σε ένα δεντρο που ακομα δεν ανθισε, κ επειτα βηματα ασταθη και αθορυβα στο πλακοστρωτο, μετα μποχα και σκουπιδια, μια γυναικα με ένα μαχαιρι κ σακουλα -δεν βγηκε βολτα για χορτα στο βουνο, αλλα για συλλογη θησαυρων μεσα κ γυρω από τους καδους- φοβος, θυμιζει το κυνηγητο εκεινο. Ουφ. Πιο γρηγορα βηματα, φασαρια, σκυλια, καυσαεριο, κορνες, ένα αστικο με ιλλιγγιωδη ταχυτητα, σταματαει παντα στο ιδιο μερος κ ετσι δεν κοβω ποτε βημα και νιωθω θαρραλεα για μια στιγμη- δεν με πατησε. Ευτυχως-δυστυχως-ευτυχως-δυστυχως-ευ…
Κι επειτα πλανωδιοι, παπουτσια, ρολογια, κατσαρολες, τσαντες, φουλαρια, κοσμηματα, χαρτομαντηλα, μεταναστες –ποιος νιωθει τελικα πιο μεταναστης; - μηχανακια για παραδοση ετοιμου φαγητου περνανε ξυστα, νομιζω θα με πετυχουν, τελικα ουτε αυτά το κανουν.
Κατεβαινω την κοκκινη κατηφορα, δεξια μαγαζια –δεν κοιταζω ποτε μεσα- , αριστερα ενας διαδρομος με γκαζον κ λουλουδια, μετα αφισες στον τοιχο, συναυλιες, παραστασεις, πορειες, διαμαρτυριες-προσεχε τα σκαλια, γλιστρανε παντα, τις βροχερες μερες κανουν κ μια τεραστια λακουβα κ δεν γλιτωνω τα νερα. Καμαρα.
Κοσμος, σκυλια, ταξι, μυρωδια από ψητο κρεας, η μυτη τσουζει από το καυσαεριο και ξαφνικα στριμωγμα με δεκαδες αγνωστους στη διαβαση, σαν προβατα, αναβει πρασινο περνας-αναβει κοκκινο σταματας κι οι αλλοι ακολουθουν. Οι περισσοτεροι μιλουν στο κινητο, καποιοι περπατανε με καποιον διπλα τους, οι υπολοιποι με ακουστικα στα αυτια. Αν δεν συμβαινει τιποτα από αυτά το βλεμμα παραμενει χαμενο. Δεν χωρανε ολοι στη διαβαση, περνανε με αγωνια ή αδιαφορια που σημαινει ότι  ειτε σκονταφτουν πανω σε αλλους, είτε τους αποφευγουν. Εγώ προσπαθώ να τους αποφευγω, κι ετσι μένω τελευταία στην ατακτη σειρα. Κοιτάζω τους ανθρωπους ή μην με πετυχει εδώ κανενας περιεργος οδηγος.  Αλλα ουτε τωρα.  Όταν εχω τα μαλλια μου κατω νομιζω πως αυτοι που ερχονται από απεναντι με κοιταζουν στα ματια, τις υπολοιπες μερες περναω αδιαφορη. Διαφορα τετοια ξεπηδουν από το μυαλο κι επειτα το ποδι φτανει στο απεναντι πεζοδρομιο και… αριστερα, δεξιά ή θάλασσα; 

Τετάρτη 30 Μαρτίου 2011

Τις ώρες που ξόδευα
μες στα μάτια σου
η ζωή άλλαζε
για όλους τους ανθρώπους
που κατοικούν μέσα μου.

-Δεν ήταν οι διαμάχες
που με αφύπνιζαν
ούτε κι εκείνα τα μισόλογα τους-

Ήταν νομίζω η ελπίδα
ότι μπορώ
μπροστά σου
να ονειρευτώ το τίποτα.

Σάββατο 19 Μαρτίου 2011

Σκαλα


Τι κανεις τωρα Γκρέις;

Ανατιναζομαι και βουλιαζω, κραταω το μικρο κουτι και τυφλωνομαι, η σκαλα στο τελος του διαδρομου δεν οδηγει πουθενα, οι φοβοι μας οι πιο μεγαλοι δεν βρισκονται εκει. Η σκαλα στο τελος του διαδρομου εχει μεσα της ολακερη την οικουμενη του τιποτα. Αντεχεις το τιποτα; Δεν αντεχεται το τιποτα, θελει αιμα για να το βασταξεις, περηφανια κι απογνωση. Αντεχεις το τιποτα; Αντεχω το τιποτα, καμια φορα το ζηταω κιολας. Αντεχεις το τιποτα; Όχι δεν το αντεχω, κανεις δεν το αντεχει το τιποτα, καποια στιγμη ολοι ζητουν να εχουν κατι, κι ας είναι το κενο.  Στοπ. Φωτα.

Κραταω ματωμενες γαζες στο χερια μου, τη μια την κρυβω μεσα στο μανικι μου να μην δει κανεις ότι εφταιξα, να μην ξερει κανεις πως εγω εγω εγω την ματωσα με κάθε ψεμα, με κάθε αληθεια, με κάθε φοβο που αρνηθηκα. Εγω, και την επομενη την βαζω στην τσαντα μου, την άλλη την κραταω στα χερια μου και με την άλλη φραζω το στομα μου, να μην μιλησω, να μην αναπνευσω, να μην ακουστω ξανα. Στοπ. Πονας τωρα; Πονας; Πονας που σ’αγγιζω, πονας που σε φιλαω, πονας που σε σκεφτομαι, πονας που σε κραταω, πονας που σε γαμαω, πονας που υπαρχεις; Όχι, μη μιλας, όχι.

΄Η μαλλον μιλα. Αντεχεις τη σιωπη; Αντεχεις τα ψεματα, αντεχεις τα δακρυα, αντεχεις την ιδια σου την φωνη, όταν σου λεει τρεξε, φυγε, μεινε, στασου; Αντεχεις, εκεινο το κενο στο τελος του διαδρομου; Αντεχεις το κενο στη φωνη σου; Αντεχεις το κενο στο μυαλο σου;

Όχι. Ναι. Όχι. Δεν ξερω.

ΤΙποτα.


Βασισμενο στο «Κρυφο Δωματιο» της Καρόλ Φρεσέτ

Κυριακή 6 Μαρτίου 2011

Οι ανθρωποι μου. Ισως κι εγω.


-H Κατερινα, ο Γιαννης
-Α! Νομιζω σε θυμαμαι... Σε ειχα γνωρισει σε μια πλατεια πριν χρονια, μπροστα στο αγαλμα
-Α, σε θυμαμαι κι εγω, ναι...

 Εμενε στα τελευταια διαμερισματα ενος νεοκλασσικου, χρησιμευε τοτε για να εκτονωνουν την μοναξια τους κατι μπερδεμενοι αντρες. Ηταν φτηνοτερο απο τα αλλα, κι ας διαφωνουσε η αδερφη του. Δεν πειραζει, ειχε περιστερια τριγυρω να κοιταζει, σαν εκεινα που μπλεκονταν στα ποδια μας, οσο καθομασταν σε κεινο το παγκακι. Μια κοινη γνωστη τοτε αναμεσα, ο αδερφος μου τωρα.

 Δεν ειχαμε τιποτα αλλο να πουμε. Μονο θυμηθηκαμε για λιγο. Ποτε δεν εχω να πω κατι σε ανθρωπους που γνωριζω ή βλεπω τυχαια. Μου φαινεται ανωφελο, να ανταλασσεις κουβεντες με γνωστους που συναντας τυχαια. Γι'αυτο δεν κανω φιλιες ισως. Να, τωρα ας πουμε, δεν σκεφτηκα να τον ρωτησω αν μενει ακομα στο ιδιο μερος. Θα ηταν ενδιαφερον. Οι ερωτησεις προκυπτουν αργοτερα στο κεφαλι μου, οπως και οι εικονες, οι αναμνησεις. Αληθεια, εχω προβλημα με τις αναμνησεις. Μοιαζουν ολες θλιμμενες ή τουλαχιστον εγω θλιβομαι οταν θυμαμαι. Εχω προσπαθησει πολλες φορες να τις αποκοψω απο το εγω μου, ισως και να νιωσω χαρουμενη στην σκεψη τους, αλλα η θλιψη κερδιζει παντα. Θυμαμαι.

 Ενα μεσημερι, στην αγαπημενη μου ωρα, να περιμενω εναν αγνωστο μαζι με εναν ποιητη που φορουσε ενα τσιγαρο στα χειλη.  Και περιμεναμε αμιλητοι, κοιτωντας αφηρημενοι τα περιστερια που πεσανε σε κατι κομματια απο ψωμι. "Ειναι αρουραιοι με φτερα", ειπε ο ποιητης, κι ανεφερε το ονομα εκεινου που το ειχε πει πρωτος. Μα  εγω θα ορκιζομουν οτι το ενα του ματι σκοτεινιασε λιγακι περισσοτερο, κι ετσι δεν μπορεσα να συγκρατησω το ονομα. Κι επειτα ηρθε εκεινος ο αγνωστος, με ενα χαμογελο που με εκανε να ντρεπομαι τη ζωη. Ειναι φτηνα τα πρεπει και τα θελω, και πιο φτηνα τα "μπορω" που ξεστομιζουμε καθε μερα. Τετοια σκεφτομουν και θυμωνα με μενα και δαγκωνα τα χειλη μου, να τα τιμωρησω για τα χαμογελα που ντραπηκαν να χαρισουν. Και περνουσε το απογευμα, περνουσαν οι ωρες.

 Καμια φορα, σκεφτομαι οτι οι αναμνησεις ειναι θλιβερες, γιατι οι ιδιοι οι ανθρωποι που τους εδωσαν καποτε υποσταση σαν στιγμες ειναι θλιβεροι. Σχεδον απαισιοι. Δεν ξερω τι συμβαινει με το ειδος μου, καμια φορα το σιχαινομαι, κι επειτα σκεφτομαι οτι δεν φταινε εκεινοι. Ισως κι αυτοι να σιχαινονται εμενα. Δυσκολη η συνυπαρξη, ακομα κι αισχρη.

 Κι επειτα ξαναεμφανιζονται δυο τρεις αλλοι, που δεν σ'αναγκαζουν να μιλας, μονο σου λενε ιστοριες. Ειναι σπουδαιοι οι ανθρωποι που ξερουν να αφηγουνται χωρις να κομπαζουν. Μου προσφερουν ηρεμια και ασφαλεια, δεν νοιαζονται να πουν οτι με ξερουν. Και γραφουν γραμματα σε φανταστικες γυναικες, στιχακια σε πορτοκαλι χαρτακια, και φωναζουν μεσα στο δρομο, με μια αφελεια ξεχωριστη. Κι αλλοι που σ'αγκαλιαζουν μεσα στη νυχτα για να κλαψεις κι ετσι μοναχα συγχωρεις τον εαυτο σου για τα λαθη σου ή σου χαιδευουν τα δαχτυλα οταν κοιμασαι. Αυτοι, που ειναι ποιητες στα κοκκαλα τους, κι ας κουβαλανε πανω τους τον οικτο της ζωης τους, ας σερνουν πισω τους φοβους πραγματικους.

 Με μπερδευουν οι ανθρωποι, νιωθω μικρη καμια φορα. Συνηθως οταν ειμαι μονη.

 Και τωρα δεν εχω κατι αλλο να πω.

 Θελω να σταματησω.

Τετάρτη 2 Μαρτίου 2011

Ποταμος


Εχω ενα ποταμι τεραστιο
μπροστα μου να κυλαει,
με γραμματα κιτρινισμενα
ριγμενα στα νερα του.
Κολυμπανε, επιπλεουν,
βουλιαζουν, πνιγονται.
Ειναι εγω
μα δεν μοιαζουν σε μενα.
Ριχνονται σε τρενων γραμμες
κ περιμενουν το σφυριγμα
να λυτρωθουν.
Τα υπολοιπα ξαπλωνουν
στις χιονισμενες οχθες
να ζεσταθουν απο τον ηλιο,
διπλα σε παραμυθια
που ξεβραζονται νεκρα.