Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2011


Τα χέρια μου έπλυναν στη θάλασσα
φωτιές, απόπειρες, φόνους
δάκρυα και πόθους
γράμματα με άγνωστο σε μένα παραλήπτη
πανικούς στο μαξιλάρι
σεντόνια ιδρωμένα
«σ' αγαπώ» και «φεύγω».
Κι ήρθε το κύμα κι έπλυνε τα χέρια μου
μα εμένα μ’ άφησε στεγνή
να κοιτάζω την ακτή 
με μάτια που δεν πρόσεξαν ποτέ
 οι αυτόχειρες, οι νεκροί,
οι εραστές,
 κι οι πόρτες που κλείδωσαν πίσω μου.

Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2011

Στο λεωφορειο


Εξηντα χρονων
Γενος θηλυκο
Πρασινα ματια
Ξανθα, κοντα
Απεριποιητα μαλλια
κι ενα στομα,
Κολλημενο
Στο Γιατι
Στο δεν καταλαβαινω
Στο θελω να φυγω,
Κοιταζει τους δρομους
Που κυλανε
Εξω από το παραθυρο.

Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2011

Μικρο αστικο ημερολογιο #8#


Η ασφαλτος γυαλιζει στο πρωτο φως του πρωινου, τυφλωνει. Τα πεζοδρομια μυριζουν κουλουρι με σουσαμι, ο δρομος γεματος οδηγους που βιαζονται ,και οι γειτονιες αδειες και ηρεμες, μυριζουν ακομα ζεστα σεντονια.

Περπατω ξανα γρηγορα, εχω δουλειες που πρεπει να προλαβω, υποχρεωσεις που τρεχουν, ηλικιωμενοι με σπρωχνουν στα λεωφορεια, επιταχυνω μεσα σε μια περιεργη αισθηση εγκαταληψης, σε μια εικονα θολη. Αναρωτιεμαι ποσοι καταλαβαινουν τι τους συμβαινει κάθε μερα, αν εχουν χρονο να διαπιστωσουν το ιδιο το περασμα του χρονου, αν καταφερνουν να χαρισουν ένα χαμογελο σε καποιον φιλο ή στο παιδι τους. Αναρωτιεμαι αν το κανω κι εγω. Απαντηση δεν παιρνω, γιατι κρεμεται καπου στο ταβανι από κλωστουλες ασημενιες, μα εγω κοιταω χαμηλα. Παρατηρω τη ζωη να μην συμβαινει. Μαζες ανθρωπων τριγυρνουν μουδιασμενες καθημερινα.

Στο κεντρο της πολης δεν κυκλοφορουν συχνα παιδια. Τα παιδια εξοστρακιστηκαν ή ισως προφυλασσονται στις συνοικιες της πολης, μακρια από το κεντρο. Εκει εξω είναι η ζωη, πισω από σχολικα καγκελα και σιδερενιες πορτες. Μεσα σε χαμογελα με πεσμενα παιδικα δοντια, σε μια αγκαλια που κρεμεται από τον λαιμο φευγαλεα, σε ένα φιλικο χτυπημα, στο παιχνιδι. Στις ηλικιες αυτές δεν προσποιειται κανεις, υπαρχει τρυφερη αγνοια. Τι ωραιο συννεφο που σχηματιζει η αγνοια, ένα πουπουλενιο μαξιλαρι κατω από το μαγουλο…  Οι ενοχες είναι κλειδωμενες στο ντουλαπι, δεν γεννηθηκαν ακομα. Και χαμογελα. Όχι ένα, πολλα. Βλεμματα και χαμογελα που γεμιζουν την καρδια καραμελες. Χαμόγελα σου λεω! Ποσον καιρο εχεις να δεις καποιον να χαιρεται;

Κι υστερα πισω στη σκονη, πολυκατοικια δεξια, πολυκατοικια αριστερα και μια φωνη στοχευει τα αυτια μου. Ακουω μεσα σε κορνες:  -μην αδιαφορειτε, πειναω- . Κανενα κουραγιο να στρεψω το κεφαλι προς το μερος εκεινο, από φοβο μην αντικρυσω στα ματια της φωνης το τρομοκρατημενο βλεμα μου.

Επρεπε να βοηθησω τα γονατα μου που παρελυσαν να κανουν ένα βημα ακομα για να φυγουν. Να φυγουν… Χα! Από τι; Τις τελευταιες δεκα ωρες στο κεφαλι μου ηχει μονο ένας ψιθυρος…  -Μην αδιαφορειτε, πειναω- 

Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2011

Δωματιο λευκό


Όταν βγαινεις με ματωμενα γονατα
Από ένα δωματιο
Πρεπει να μπορεις να καταλαβεις
Αν η ψυχη σου πουληθηκε εκει μεσα
Ή αν σερνοντας το σωμα σου στο τσιμεντο
καταφερες να την γλιτωσεις.
Πρεπει να ξερεις βγαινοντας,
Αν τα ματια σου
Μπορουν να αντεξουν
-ακομα μια φορα-
μια απωλεια
ένα φιλι
ένα χαδι
που δεν ητανε ποτε δικα σου.

Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2011

Μικρο αστικο ημερολογιο #7#


Ανοίγοντας την πόρτα και βγαίνοντας από το σπίτι είμαι μια κοπελα που περπαταει στο δρομο λίγο στραβα, το περπατημα μου θυμιζει αυτό της παπιας αλλα μαλλον είναι εμφανες μονο αν καποιος καθισει να με παρατηρησει. Εγω εχω σταματησει να παρατηρω τον κοσμο. Μου προκαλει αγχος. Πριν μερικες μερες ειδα έναν αντρα περιπου στα πενηντα να κλεβει ένα συσκευασμενο γλυκο από ένα περιπτερο. Ενιωσα συνενοχη με τον ουρανο, δεν τον ειδε κανεις. Και πώς να μιλησω; Για ποιον λογο; Εφυγε περπατωντας φοβισμενα, κι ας ηταν το τροπαιο σπουδαιο. Στο μυαλο μου εισεβαλε παλι ο πατερας μου. Εισβαλλει συνεχως, η εικονα του θολη, καθεται εκει και με ξεβολευει από την ηρεμια.

Περπαταω ωρες ατελειωτες. Ο δρομος είναι τα ταξιδια που δεν μπορω να κανω. Οι τοιχοι των πολυκατοικιων είναι ζωντανοι, ζωντανοι και μιζεροι. Αφισες, συνθηματα, βρωμια, υγρασια, που και που μερικα γκραφιτι. Μεγαλωσα αναμεσα στα δεντρα, και τωρα πια δεν βλεπω φυλλα πεσμενα γυρω μου κι ας είναι φθινοπωρο. Πηδαω πανω από σακουλες σκουπιδιων, μετραω ενοικιαστηρια, αγγελιες κάθε ειδους, και ταμπελες, προσπαθω να μην σκονταψω σε βγαλμενα πλακακια, να χωρεσω αναμεσα στα παρκαρισμενα αυτοκινητα, να δω που οδηγει ο δρομος. Μα δεν καταλαβαινω. Δυσκολευομαι να κατανοησω τους δρομους που περπαταω. Δυσκολευομαι να αγγιξω τον ανθρωπο που περναει διπλα μου.

Ντρεπομαι να ειμαι ευγενικη. Ο ανθρωπος που περπαταει διπλα μου και με σκουνταει με τον αγκωνα του με αντιμετωπιζει σαν εχθρο. Περπαταω λοιπον κι αποφευγω τα βλεμμα του καθενος, το κανω μονο αν υπαρχει χωρος για να ξεφυγει ενας από τους δυο μας. Αν τον κοιταξω καταματα την ωρα που με προσπερναει, τρομαζει. Του παραχωρω λιγο χωρο στο πεζοδρομιο και κοιταει θυμωμενα στο κενο, σαν να αγωνιζεται να δωσει λιγο νοημα στη συναντηση. Που βρεθηκε τοσος θυμος; Και γιατι δεν μπορεις να συνυπαρχεις απλα μαζι μου;

Με τρομαζει η καθημερινοτητα. Οι τασεις φυγης δεν εχουν πλεον το κουραγιο να με τραβηξουν με το μερος τους. Εμεινα κι αποδεχτηκα. Δεν ξερω τι αποδεχτηκα, αληθεια, δεν μπορω να καταλαβω. Ξεμεινα εδώ, χωρις ποιητικη γραφη, με ερωτες που ξοφλησαν, με φιλους που εφυγαν αδιαφορα, με αντρες που εμειναν μοναχα μερικα βραδια, που με σχηματισαν στο μυαλο τους προσωρινη κι ασημαντη, ξεμεινα με ανθρωπους που δεν μπορουν ουτε αυτοι να καταλαβουν.

Δεν θα γινω ποιητρια. Νομιζω δεν μπορω. Η ποιηση θελει παθος, παρατηρητικοτητα, να μην φοβασαι τον θανατο, να μπορεις να δαγκωσεις το δερμα σου για μια αγαπη. Η αγαπη πια δαγκωνει το δερμα της μονη της, εχει κρυφτει σε ένα ντουλαπι και καταβροχθιζει τον κανιβαλο εαυτο της. Ο θανατος αδιαφορει για τους φοβους μου, μου γυρισε την πλατη.

Ανοιγοντας την πορτα και μπαινοντας ξανα στο σπιτι ειμαι παλι εγω, γυναικα μονη, που ονειρευεται τα δεντρα, κοιμαται σε μονο κρεβατι και δενει ένα κορδελακι στο χερι της για να θυμαται. Να θυμαται να φευγει πριν δανειστει ξανα σε καποιον . Ειμαι εγω, ανθρωπος που ψαχνει την αθωοτητα σε συρταρια με φθαρμενα χαρτια, γραφει ακομα σε ένα σχολικο τετραδιο κι ελπιζει στη συντροφια του ραδιοφωνου. Κλεινοντας την πορτα είμαι μονο εγω, αλλα νομιζουν πως δεν ειμαι.

Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2011

Somehow...




You looked peaceful for a while...



Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2011

Λείπεις.

Χύνω στο σώμα μου σκουριασμένο νερό
ξεπλένω από πάνω μου τον ιδρώτα σου
όπου κοιτάξω έχει σκουριά
κάθε που σταματάς να μ’ αγαπάς
χρυσή και κόκκινη σκουριά
βάφει τους τοίχους
κυλάει μες στα πόδια μου
κρύβεται στα σκεπάσματα
μπορεί και με ζεσταίνει.

Κι ύστερα ξυπνάς.




Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2011



            Οι εποχες περνουν πιο γρηγορα
από την οδυνη και τις συνηθειες.


                            Χειμωνιασε και εμαθες μονο
                            Να κλειδωνεις καλυτερα την πορτα.


Μια κλειδωμενη πορτα



Οσες φορες κι αν γυρισεις το κλειδι



Ακομη κι αν το εκανες τυχαια
                                 Δεν θα κρατησει κανεναν μεσα

                                                                                     Εκτος από ‘σενα.





Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2011

Η γλάστρα


Είναι μια γλάστρα στο περβάζι σκέτη, χωρίς λουλούδια, μόνο με χώμα. Όχι μια απλή πλαστική, από ‘κείνες τις άσχημες τις μαύρες. Μια πήλινη, ζωγραφισμένη απ’ έξω με λουλούδια, σαν από χέρι μικρού παιδιού.

Φυτεύουν μέσα της αποτσίγαρα άντρες κάθε πάστας. Κοντοί, ψηλοί, με μικρούς εγκεφάλους και μεγάλο αντρισμό ή σπουδαία φαντασία και λερωμένο βρακί από την μοναξιά. Μετά από κάθε "σ' αγαπώ"  μια καύτρα φυτεύεται μέσα σ’ αυτή την γλάστρα, που στέκεται χρόνια τώρα στο ίδιο περβάζι, του ίδιου δωματίου, κάτω από την ίδια κουρτίνα, του ίδιου σπιτιού.

 Τόσα μισοκαπνισμένα τσιγάρα χωμένα μέσα στο ίδιο σταχτιασμένο χώμα, μέσα στο ίδιο πήλινο σώμα, και δεν έβαλε κανείς ούτε ένα τόσο δα τσιγάρο ολόκληρο εκεί μέσα στα κρυφά, να προσποιηθούν όλοι πως έγινε θαύμα. Κανείς να πιστέψει πως ο θάνατος φυτρώνει μέσα σε ένα συνηθισμένο δωμάτιο. Κάποιος τέλος πάντων, να κάνει πως ρίχνει λίγο νερό ή ο, τι περίσσεψε από ένα κουτί ζεσταμένης μπύρας για να φυτρώσει λίγος καπνός. Λίγος καπνός να ζωντανέψει το δωμάτιο.

Μόνο κοιτούν. Εκτελούν το χρέος τους προς τη φύση, κουμπώνουν το φερμουάρ, πετούν δυο λόγια πρόστυχα, όπως «θέλω να σε ξαναδώ, νομίζω μου έλειψες», σβήνουν το αναθεματισμένο τσιγάρο τους και φεύγουν. Στο τέλος της βραδιάς, το ίδιο κορίτσι που έφερε χρόνια πριν τη γλάστρα μέσα σ’ αυτό το δωμάτιο μαζεύει τις γόπες, τις πετάει από το παράθυρο, ξεσκονίζει το περβάζι και σβήνει το φως.

Και αύριο βράδυ ή γλάστρα θα είναι το ίδιο νεκρή και το κορίτσι θα έχει το ίδιο μουδιασμένο χαμόγελο να χαρίσει σε κάθε έναν που θα της ζητήσει φωτιά.

Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2011

Γραμμα στον Σκορδα (1/10/11)



«Νύχτωσε πάλι
 Η μέρα που ήταν να ‘ρθει σήμερα τι απέγινε;»*


Θα αρχίσουμε κάποτε Βασίλη να ρημάζουμε τους τοίχους, θα τους καταβροχθίσουμε. 

Μια μέρα δεν θα μας νοιάζει που η πόρτα θα είναι κλειστή, που δεν θα έχουμε λεφτά να πάμε παραπέρα από το κέντρο της πόλης. Θα πουλάς τα πακέτα σου με ποιήματα αφυδατωμένα από τα γηρατειά, και κάθε φορά που κάποιος θα τολμά να μυρίσει το πακέτο θα ανασταίνεται ο καπνός και η πόλη θα καίει  από αγάπη.

Θα κοιταχτούμε σ’ έναν καθρέφτη πριν σπάσει, να το ξέρεις. Και τότε όλα θα πάνε καλυτέρα, το ξέρω. Αρκεί πριν από αυτό να γλιτώσουμε από τους περαστικούς που ελπίζουν σ’ έναν καβγά, κι από ‘κείνους που θα σε δείρουν για τα βιβλία που σου χάρισαν κρυφά  τα ράφια τους. Εγώ θα τρώω αηδίες κι εσύ θα στέκεσαι παραπέρα και θα γελάς, μα δεν θα με νοιάζει. Γιατί θα συναντιόμαστε με τα μούτρα μας κι ο ουρανός δεν θα μας καταριέται.

Καιρό τώρα το ελπίζω. Κι ίσως μετά όλα να είναι ίδια, να μην έχουν καμία διαφορά από το παρόν. Αλλά θα ‘χουμε κερδίσει δυο ιστορίες παραπάνω και μερικές ακόμα γραμμές στις παλάμες μας, να υπόσχονται τυχαία πως θα ζήσουμε λιγάκι παραπάνω.

Και τώρα ζούμε Βασίλη, το ‘ξερες;
Ιωσηφίνα


(Γ. Αγγελάκας, "Λέξεις")

Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2011


Χρειάζομαι λίγο πάθος
Κάθε φορά που μια νύχτα τελειώνει
Με ματωμένα τα χείλη,
Για να μπορέσω να αντέξω την επόμενη αυγή.

Μου λείπει εκείνο το είδος του πάθους
Που θα με εθίσει σε κάτι ιδεατό,
Κάτι που θα μου θυμίσει τη ζωή.

Δεν φτάνει ένα δαχτυλίδι καπνού
Να αιωρείται πάνω από το σώμα μου
Ή η ζάλη της μέθης.

Χρειάζομαι λίγο πάθος
να ζεστάνει το μυαλό μου, 
Μόνο αυτό.

Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2011


Αν είναι λοιπόν να πενθήσω
Για τους έρωτες που έθαψα
Θα το κάνω ευχαρίστως
Με την ίδια υπομονή που ευχόμουν
Να κοιμηθεί η θλίψη μου.
Κάθε βράδυ θα πλαγιάζω
δίπλα σε κάποιο σώμα ξένο
διάτρητη από την ανάγκη
να νιώσω την φορμόλη της ανάσας του
να με καθησυχάζει.
Μόνο που δεν ξέρω πώς
Να διώξω εκείνες τις ενοχές
Για το πιστόλι
Που κουρνιάζει στο μαξιλάρι μου.

Τρίτη 30 Αυγούστου 2011

Μικρο αστικο ημερολογιο #6#


Το μεσημερι της Κυριακης κατηφοριζα τη Δωδεκανησου για να παρω λεωφορειο. Ειχα τελειωσει από μια ακομη ματαια προσπαθεια να στηριξω με καποιον τροπο τον εαυτο μου, αγοραζοντας βιβλια και ψαχνοντας δουλεια.

Σταθηκα κατω από ένα δεντρο, διπλα σε μια σταση να περιμενω. Οι κινησεις μου όταν βλεπω κατι μη οικειο ή λυπηρο που μου προκαλει ενδιαφερον είναι σχεδον σπασμωδικες και συνηθισμενες. Κραταω αρκετη αποσταση και κοιταζω με την ακρη του ματιου μου. Στο παγκακι της στασης καθοταν ενας αντρας περιπου στα πενηντα πεντε, με δυο στιβες βιβλια διπλα του. Εγω στην αποσταση μου, κοιταζα αυτή τη φορα μια βιτρινα απεναντι που λειτουργουσε σαν καθρεφτης και ακουσα τον αντρα να μου φωναζει: «Κυρια!» «Κυρια, αν θελετε να καθισετε εχει χωρο, δεν χρειαζεται να στεκεστε τοσο μακρια». «Όχι, ευχαριστω, του απαντησα, καθομουν τοση ωρα.» «Ναι, καλυτερα, να ξεμουδιασετε και λιγο, δεν κανει να καθομαστε πολύ» ειπε, σχεδον μιλωντας στον εαυτο του.

Για μια φορα ακομη, ειχα πει ψεματα και ημουν φοβισμενη. Αρχισα φανερα να τον παρατηρω αλλα δεν μου εδινε σημασια. Ακομη μια ηττα. Προσπαθουσε να δεσει τη μια στιβα με τα βιβλια του με ένα πλαστικο κορδονι, αλλα δεν εφτανε και εψαχνε κατι άλλο να το προεκτεινει. Φορουσε ένα χακι ανορακ, ένα τζιν παντελονι, πεντακαθαρα ματια και τα μαλλια και τα γενια του ηταν γκριζα και απεριποιητα.  Εγω παλι προσπαθουσα να καταλαβω αν εμενε στον δρομο ή αν απλα ειχε στο σπιτι του λιγοτερα λεφτα από οσα αξιζε το ένα βιβλιο που κουβαλουσα στην τσαντα μου και τα κερματα που περισσευαν στο πορτοφολι μου. Πηγαινε περα δωθε και κοιταζε το πεζοδρομιο κι εγω παρατηρουσα ακομα τις κινησεις του. Καποια στιγμη που απομακρυνθηκε πηρα το θαρρος να πλησιασω τα βιβλια του. Δεν προλαβαινα να διαβασω κανεναν τιτλο χωρις να με καταλαβει, μπορεσα μονο να δω ότι ο ενας σωρος ειχε στην κορυφη του έναν καταλογο του 2010 της Νεοσετ. Φανταστηκα ότι τα μαζευε για να τα πουλησει καπου.

Εβγαλα από την τσαντα μου το βιβλιο μου που το ειχα χωσει βιαστικα μαζι με την σακουλα του  περιμενοντας τον να γυρισει ξανα στο παγκακι. Θελησα να του την προσφερω, ισως  από ντροπη που τον ειχα κοιταξει πριν με την ακρη του ματιου μου. Ισως επειδη ειχε προσεξει το περιεργο υφος μου και μου αποδειξε πως ειμαι καχυποπτη. Του προτεινα λοιπον την μπλε πλαστικη μου σακουλα, και μου απαντησε με το βλεμμα του, σχεδον υποτιμητικα. Επειτα προσθεσε, δειχνοντας έναν τετραγωνο μεταλλικο καδο,ενσωματωμενο στην κολωνα του στεγαστρου. «Εχω σακουλες. Εσυ πετα αυτή τη μαλακια καλυτερα στην χαρτινη σακουλα που εβαλα εγω στον καδο, γιατι μας εχουν γαμησει με τα πλαστικα. Θα μας πνιξουν τα πλαστικα κοπελα μου. Εχουν γεμισει τον τοπο πλαστικα. Εγω κανω την βολτα μου, ψαχνω το κορδονακι μου, θα το βρω και θα δεσω τα βιβλια μου. Κι εσυ να χρησιμοποιεις χαρτι, όχι πλαστικο». Εμεινα και τον κοιτουσα, μπορεσα μονο να ψελλισω ότι ειδα πως εχει τοσα πολλα βιβλια και καπως θα επρεπε να τα κουβαλησει. Τουλαχιστον με ευχαριστησε στο τελος.

Μαθημα οικολογιας και υπερηφανιας στις τρεις το μεσημερι κι εγω εμεινα να κοιταζω τα πεσμενα φυλλα στο πεζοδρομιο. ηθελα μονο ένα τσιγαρο και να μην παρω το λεωφορειο, αλλα να καθισω μαζι του στο παγκακι. Μου γυρισε όμως πλατη κι εφυγε, τη στιγμη ακριβως που ειδα το λεωφορειο από μακρια να ερχεται. Ετσι σταθηκα ακομα μια φορα δειλη, ανεβηκα στο λεωφορειο κ εφυγα με την αδεια σακουλα στο χερι, μετρωντας τα κερματα στην παλαμη μου για το εισητηριο.

Αν του τα ειχα προσφερει, ημουν σιγουρη ότι θα μου τα πετουσε στα μουτρα και θα το ειχαμε ευχαριστηθει και οι δυο. Θα ηταν εν πάση περιπτώσει ένα ακομα βημα στην επικοινωνια με έναν ανθρωπο κι εγω θα επεστρεφα στο κεντρο της Θεσσαλονικης με τα ποδια.

Παρασκευή 19 Αυγούστου 2011

Πιθανοτητες


Ισως, οι μερες δεν περνουν αδιαφορα
κι εγω κοιτω το πρωι την ξυλινη οροφη
με καποια προσμονη ή χαρα.

Ισως, μυριζω τα σεντονια
και θυμαμαι το χθεσινο βραδυ
δαγκωνοντας δειλα  τα χειλη μου.

Ισως, σε κοιταζω και νιωθω ομορφη
αγνη και μονη
χωρις να ψαχνω δικαιολογια

Ισως όλα αυτά να συμβαινουν
οταν μ’αφηνεις να σε ερωτευομαι.

Σάββατο 30 Ιουλίου 2011

Γραμμα στον Σκορδα


Με εχεις φτιαξει ακριβως οπως θες και μου μιλας αλλα εγω δεν ειμαι σιγουρη ποια ειμαι. Περιεργο ε;

Οι ανθρωποι ακομα ερωτευονται και μισιουνται. Κι εγω το ιδιο. Αν κ δεν μπορω να μισησω. Μονο στριβω κανενα τσιγαρο και σου γραφω κανενα παραπονο για τους εραστες που δεν γνωρισες, αλλα θα ηθελες να το κανεις, για να εχεις κατι να γελας. Παντα ετσι θα ειναι και πρεπει να το αποδεχτεις χωρις να θλιβεσαι.

Κιλα αλκοολ νερωμενου, σκετου, με παγο, χωρις παγο, απο κουτια, απο μπουκαλια, ποτηρια, χουφτες και στοματα. "Θα πιουμε;" "Οχι, θα σε κερασω εγω μια κοκα κολα κι ας κανει κακο στο στομαχι".
Μετα να τυλιξουμε με γαζες τα χερια μας να μην τρομαξουν οι αυτοχειρες. Γιατι τα χερια μας ξερεις κανουν πολλα. Κυριως παιζουν μουσικη στο πληκτρολογιο.

Αν κι εσυ δεν εισαι μουσικος, ποιητης εισαι και γραφεις στιχους. -Νομιζω σπουδαιος ποιητης- και δεν μπορεις να το καταλαβεις. Ή το εχεις καταλαβει και περιμενεις να κανεις τον γυρο του θριαμβου σου ατενιζοντας το χαος, αφου εκδοθεις. Οι αγαπες που σε ξεχασαν απο κατω θα χειροκροτουν βουρκωμενες και θα φωναζουν "ηρωας! ηρωας!" κι εσυ επειτα θα κανεις βολτες με ενα μπουκαλι ανθρακουχο νερο να σου γαργαλαει τα μουσια προσποιουμενος πως δεν ξερεις.

Θα μου πεις τωρα μια ιστορια μεχρι να ραψω καλυτερα τα κουμπια απο το παλτο μου;

Ιωσηφινα 

Σάββατο 23 Ιουλίου 2011


«Αμα εχεις τοσο θρασος, να το  ξερεις, είναι πολλα αυτά που δεν θα μαθεις».

Ενας καποιος το ειπε σε μια καποια κι εφυγε. Κι εκεινη ειπε «καλα» χωρις να το σκεφτει. Ουτε προκειται. Αν ημουν λιγοτερο ηρεμη μπορει και να χαλουσε το βραδυ μου, αλλα τελικα ενοχληθηκα μονο για μερικα λεπτα. Γιατι ειχε δικαιο εκεινος, το εβλεπα στα ματια του σκυλιου που τον ακολουθουσε και περιμενε στωικα παραμερα οση ωρα μιλουσε. Τωρα μου φαινεται απλο κι ευκολονοητο.

Ισως γιατι τα βραδια κοιμαμαι παντα μονη. Από συνηθεια. Αποκαμωμενη από οσα με ξοφλησαν κι από οσα προκαλεσα. Παλιοτερα υποψιαστηκα πως ειχα παρεα, αλλα τελικα κι αυτή μου η υποψια μού συστηθηκε λιγο καιρο μετα ως φαντασια. Από μια μερια είναι καλυτερα, γιατι δεν ακολουθουν ευκολα οι αλλοι ως εκει. Βρισκεις μια σχετικη ησυχια.

Δεν θα καταλαβουν αν τους πω γιατι κλαιω ή τι είναι το δεντρο εκεινο . Δεν ξερουν αν αρνηθηκα να αφησω το αιμα μου στα λευκα πλακακια επειδη δειλιασα ή επειδη τους λυπηθηκα που μετα θα επρεπε να καθαρισουν. Δεν ξερουν ποιον και πώς αγαπαω και είναι καλυτερα. Δεν ξερουν.

Οι ανθρωποι που σε σπρωχνουν να ζησεις είναι καταραμενοι. Καταραμενοι να τους αγαπας παντα. Να βαζεις τη γλωσσα σου μεσα στα χειλη τους αργα καποιο βραδυ ή να αφηνεις να φιλανε τα δαχτυλα σου. Να κλαις για εκεινους επειδη φοβασαι πως μια μερα θα πεθανουν και δεν θα εχουν προλαβει να δουν κατι που φανταζεσαι πως θα τους αρεσε. Κι ας μην εισαι εκει κοντα. Κι από ποτε διαολε η αγαπη να εγινε καταρα; Αν ολη η ελευθερια βρισκεται μεσα σε μια αγαπη γιατι οι πιο πολλοι ξεμενουν διπλα σε μια γλαστρα με έναν ξερο βασιλικο;

Θα επρεπε να φυσαμε χρυσαλιφουρφουρα και να τα κοιταμε πώς πετανε. Γιατι αυτά φευγουν με τον αερα όταν εγω φοβαμαι πως παλι κανω λαθος, όταν εσυ δικαιολογεις εκεινη που δεν ερχεται, όταν αυτος αρνειται να δει πώς φωτιζουν τα παιχνιδια στο σκοταδι, όταν εκεινη κλαιει για το μωρο που δεν γεννησε. Πετανε, δεν μπορουν να κανουν αλλιως, όταν ζηταω ένα φιλι μεσα στη νυχτα κι όταν ακουγεται ένα «εγω σ’αγαπαω πολύ», πετανε ετσι κι αλλιως. Ενώ εμεις μενουμε εδώ να αναρωτιομαστε τι φταιει, να υποθετουμε πως το βρηκαμε και να επιβεβαιωνουμε ματαια ο ενας στον αλλον πως γνωριζομαστε.

Ειμαστε ολοι από δω, αλλα δεν ειμαι εδω. Κατω από την καρεκλα μου ηρθε για μια στιγμη και καθισε μια γατα. Κοιταζομασταν στα ματια για ωρα. Θα ορκιζομουν πως καταλαβαμε η μια την άλλη γιατι δεν καθισε πολύ. Εφυγε.

Δευτέρα 11 Ιουλίου 2011

Νυχτερινες φτωχιες

Εξωτικο αλκοολ 
σε μαυρους πλαστικους σωληνες

χερια δανεικα 
λεξεις μισες

οι αυτοχειρες ελπιζουν 
να λειψουν σε καποιον 

οι γατες κοιμουνται παντα 
στο χαλακι της εξωπορτας 
γλυφοντας τις πληγες 
πισω απο τα αυτια τους 

ο "ξενος" με μια τσακισμενη σελιδα 
στο μυαλο του 
περιμενει μια γυναικα 
να του χαιδεψει την αναγκη

και τα ψιλα αποψε δεν φτανουν
για να πεις  
ουτε μια καληνυχτα.

Παρασκευή 8 Ιουλίου 2011

Βραδυ

Μετωπο
Κενο στη θεση των ματιων
Μυτη, στομα
Σωμα παραλυμενο
Και μη μου πει  κανεις
Για φοβους κι ερωτες.
Σιωπη.
Μονη ειμαι τωρα εδώ
Και το δρεπανι στον ουρανο
Που αποψε δεν το ‘δα
Μα μπορεσα και το φανταστηκα. 

Κυριακή 3 Ιουλίου 2011


Ετσι που σ’ονειρευτηκα
Με τα δαχτυλα σου να σκαλιζουν την αμμο
Και το φουστανι σου να πεταει
Λιγο πιο κατω από τον ηλιο

Δεν σκεφτηκα ποτε
Μηπως μου ξεχαστεις
Και δεν υπαρξεις
Να ομορφαινεις το χθες

Και οι φωνες που ακουγα
Ή νομισα πως ακουγα
Να χορευουν γυρω μας
Ανελεητα

Ξεχασαν να μου πουν
Πως εφυγες
Κι ουτε πια που θα γυρισεις
Να μου πεις

Μ’αρεσει να σ’αγαπω

Πέμπτη 30 Ιουνίου 2011

The postman

Στην Caitlin


The postman has the face of a nightmare
asking for ID
and always rings twice. He plants
letters in the box
and waits patiently
until they flourish
grow hands and eyes
grab the memories
and give snow
to that girl,
who gathers
red leaves
and lost things
at the edge of the ocean.

Τρίτη 21 Ιουνίου 2011


Το καλοκαιρι λατρευω τις ωρες που πλησιαζουν κι απομακρυνονται απο τη νυχτα. Τις ωρες της μερας η πολη σχεδον δεν ανασαινει, ζεχνει σιωπηλα την ασχημια της. Οταν ο ηλιος βρισκεται στις ακρες του ουρανου ζωντανευουν ολα, τα χρωματα, τα λογια... Τα ξημερωματα, περιπου στις 3 μυριζει ψωμι που ψηνεται. Αν ημουν λιγο πιο ρομαντικη θα προσπαθουσα να καταλαβω αν καιγεται πανω σε πετρα ή σε μεταλλο.

Μεγαλωνω και μικραινω κατω απο τα κεραμυδια, αγκαλια με τα σκεπασματα και γλυφοντας νερο απο τους τοιχους. Εχω ακουμπησει το μυαλο μου σε ενα συρταρι να ξεκουραστει και σκεφτομαι με τα δαχτυλα μου τις ωρες που λειπει. Δεν μιλαω πολυ, ειδικα οταν ακουμπαω τα μαλλια του ή όταν αφηνεται στα ποδια μου. Προτιμω να τον ακουω ή να μετράω τους πορους στο δερμα του. Τοτε τα πραγματα ειναι απλα, και ισως να ειναι τοσο απλα και ολες τις υπολοιπες ωρες.

Μου φτανει αυτο. Δεν παιζω κυνηγητο με τις στιγμες, ειναι ολες εδω, εχουν φωλια μες στη σκεπη, στο περβαζι μου, μεσα στο χωμα και ξεφυτρωνουν σαν ερωτας απο το πουθενα. Με κουρασαν τα δειλα χερια, τα σκιτσα σε φυλλα απο μπλε τετραδια που καηκαν για μια κουβεντα, τα ξερα πεταλα απο τριανταφυλλα που φωσφοριζουν μεσα στη νυχτα. Μου φτανει αυτο. Μου φτανω εγω εδω, ετσι, τωρα. Φτανει αυτος. Φτανει αυτο.

Τρίτη 7 Ιουνίου 2011

Γυναικες


Θυμάμαι να βλέπω
γυναίκες να διώχνουν τη ζωή τους
από φόβο μην πεθάνουν από έρωτα.
Θυμάμαι άλλες να ξεφεύγουν απ' τον θάνατο,
από ντροπή για τη ζωή.
Ξόδεψαν  θάλασσες ζεστού αέρα
πάνω σε σώματα αντρών που δεν αγάπησαν,
έπλεξαν μνήμες από άχυρο
για να προσποιηθούν πως ξέχασαν.
Τις μέθυσα όλες με μπύρα, μία μία.
Τις κέρασα τσιγάρο.
Θαύμασα την μοναξιά του οργασμού τους.
Κι όταν το ζήτησαν έγραψα μερικούς στίχους
για τα δάκρυα που έχυσαν κρυφά στο μαξιλάρι
όταν φαντάστηκαν πως  –τάχα – εκείνος θα ξανάρθει.

Παρασκευή 3 Ιουνίου 2011

Νερό


Αφού εκείνη έπεσε τότε στην πισίνα, εμείς γιατί πνιγόμαστε ακόμα απ’ έξω;



Μπορώ να γίνω ο χειρότερος εφιάλτης σου, μπορώ να γίνω ο χειρότερος φόβος μου και να μας φοβόμαστε όλοι μαζί. Θέλω να μ’ αγαπάς και να με καταστρέφεις κάθε φορά που θα σου λέω «μπορώ να περπατήσω». Κάθε φορά που ένα φλας θα αστράφτει από την φωτογραφική μηχανή πάνω σου θα σκαλίζεις μια πληγή μέσα στο μυαλό μου. Κανείς δεν είναι με κανέναν, όσο και αν παλεύουμε για πάθη.
Άμα μπορέσεις να αγαπάς την μοναξιά, ίσως καταφέρεις να βουτήξεις στο κενό και να μην τσακιστείς. Εγώ θα είμαι εκεί. Να λυπάμαι για την πτώση σου και να ζηλεύω τον παραλίγο θάνατό σου. Θέλω να φταις για όλα, να σ’ αγαπάω για το τίποτα και να σε μισώ για τα πάντα. Αρκεί να είσαι εκεί. Αρκεί να μπορείς να με συγχωρείς, αρκεί να με κάνεις να νιώθω κάτι σπουδαίο κι ας βουλιάζω στο θάνατο.
Φέρε νερό να ξεπλυθούμε, θέλω να παίζω με πλαστικά ζωάκια και σωσίβια μέσα σε μια παιδική φουσκωτή πισίνα, δεν έχω τίποτα άλλο. Όσα νομίζαμε πως μας έκλεψαν τα διώξαμε μόνοι μας, γιατί δεν μάθαμε να σωπαίνουμε τη νύχτα. Φοβάμαι όσο κι εσύ, ζηλεύω όσο εσύ, με μισείς όσο κι εγώ κι αγαπάμε το είδωλο μας όσο μας επιτρέπει ο καθρέφτης.
Θα σε καταστρέψω όπως αφέθηκα να καταστραφώ, μήπως και καταφέρω να μ’ αγαπήσει ο εαυτός μου ή κάποιος άλλος. Έστω λίγο να με θαυμάσει.


Βασισμένο στο θεατρικό κείμενο του Μαρκ Ρέιβενχιλ, «Πισίνα (όχι νερό)»

Κυριακή 15 Μαΐου 2011

Μικρο αστικο ημερολογιο #5#

Κατηφορα, ωρα πολλη.

Τωρα θα απλωσω τα χερια μου μεσα στη θαλασσα να μαζεψω τον ηλιο που απομενει,
αναμεσα σ'εκεινους που βουτηξαν την απογνωση μες στα νερα για να την πνιξουν.
Δεν φτιαχνονται ολα με λεξεις, καμια φορα φτανει λιγακι χρωμα,
λιγο φως, ενα φιλι διπλα στ'αυτι να ανασαινει...

Ομορφαινουν οι μερες, ηρεμουν...

Σάββατο 14 Μαΐου 2011

Διπλό (κρεβατι)


Ο συμβιβασμος ερχεται
διπλα στο μαξιλαρι
ενω στεγνωνει το σπερμα μιας φαντασιας.

Δεν χρειαζεται η πραγματικοτητα
οταν ξερεις πως τα βραδια
δεν εχεις να περιμενεις τιποτα.

Κι ολη η ζωη που ξυπναει αναμεσα στα ποδια
ξερει. Ξερει καλα
οτι χάρες στην αλήθεια δεν προσφερει,

σαν τοτε που προσποιουταν
πως κοιμοταν ενω εκλαιγε με αναφιλητα.

Ξερω πια. Ετσι θα ειναι.
Η βουτια στις ραγες ενος τρενου
Η φωτια εξω απο το παραθυρο
Τα λουλουδια που στεγνωνουν στο τραπεζι
δεμενα με μια κορδελα, ολα.
Θα γλεντανε με το τιποτα.

Με το τιποτα που καρφωνει τον συμβιβασμο
με την φαντασια που δεν ηρθε ποτε
με την αληθεια που ψεματα δεν εμαθε να λεει
με τη ζωη που ειναι εδω
μα δεν την πηρανε χαμπαρι.

Κυριακή 8 Μαΐου 2011

Μικρο αστικο ημερολογιο #4#


Αποφασιζεις πως όχι. Αποφασιζεις να μην. Αποφασιζεις πως δεν.

Οι αποφασεις παντα ηχουσαν γελοια μεσα στο μυαλο μου και στα χερια μου τωρα εχω μια μυρωδια που προσπαθω να την κανω δικη μου. Ξεχασα πως ειναι να μιλας χωρις ενταση, χωρις αμφιβολια. Να λες ολα ειναι εδω. Ποια ολα ειναι εδω; Κι εγω που ειμαι; Μυριζει γιασεμι εξω, και οταν περπαταω για να φτασω στο κεντρο, στο δρομο απο πανω μου εχει δεντρα κανονικα, ολοκληρα, σαν κι εκεινα που φυτρωνουν στο κορμι μου, και εναν ηλιο ζεστο. Και δεν λυπαμαι πια οταν δεν μ'αγγιζει.

Ολα συμβαινουν στην πολη, ολα συμβαινουν σε μια γωνια αυτης της πολης, η Θεσσαλονικη ειναι γεματη γωνιες που πισω τους κρυβουν κατι. Ενα λουλουδι, μια σοκολατα, ενα πιανο, ενα ζευγαρι να φιλιεται ή ενα ζευγαρι παπουτσια να περπατανε αδιαφορα,  ενα παιδι που πουλαει χαρτομαντηλα ή ενα αλλο που γκρινιαζει για τα παιχνιδια του. Αυτη η πολη κρυβει ολη την αγωνια και τη μιζερια της μεσα σε γελια και παρκα. Τις πιο φριχτες σκεψεις μοναξιας η θανατου τις εκανα παντα περπατώντας στις πιο ομορφες στιγμες κι επειτα χαμογελουσα στην θεα ενος συννεφου ή μιας ζωγραφιας. Κι ετσι κατεληγα πως ειμαι φοβιτσιαρα ή αισιοδοξη. Στο τελος βεβαια εμενα με την αισθηση οτι απλα συμπαθουσα τον φοβο και επαιρνα μια πιο βαθια ανασα.

Σε μια απο τις τοσες γωνιες, υπαρχει ενας σχοινοβατης που περπαταει αναμεσα σε δυο δεντρα, πανω κατω, ξανα και ξανα και το σχοινι αντεχει, ειναι η μονη του οδος, δεν μπορει να περπατησει αλλου, γιατι απλα ενας σχοινοβατης περπαταει μονο πανω στο σχοινι. Αλλα κι αν πεσει, δεν θα του συμβει κατι. Απλα θα πατησει στο χωμα. Και δεν ειναι απαραιτητα δυσκολο ή περιεργο αυτο νομιζω, ε; Απλα ισως λιγο διαφορετικο.

Οι σκεψεις μου ειναι σκορπιες παλι και πρεπει καλυτερα να σωπασω. Ή να φυγω λιγακι και να σιγοτραγουδησω. Ναι, αυτο θα ηταν καλυτερο. Θα σιγοτραγουδησω.

Τετάρτη 27 Απριλίου 2011

Παρασκευη


Κοιμοταν γυμνη σε κρεβατια
την νανουριζαν ξενοι με παραμυθια
χορευε  με βαλσακια του δρομου
εκοβε τα μαλλια της και τα χαριζε
κρεμουσε λουλουδια μ’αλυσιδα χρυση απ’το λαιμο
για να ευωδιαζουν οι στιγμες
εβαζε αποσιωπητικα στα ονειρα
και κραυγαζε στην ελπιδα
μεχρι να την τρομαξει και να φυγει
φτωχη, μονη στο πεζοδρομιο.
Παρακαλουσε το ραδιοφωνο:
 «μου φτανει μια λεξη. Μια μονο λεξη.»

Πεθανε
κι οσοι την ειχαν δει
ειπαν μοναχα
«Κριμα». 

Δευτέρα 25 Απριλίου 2011

"Οταν μεγαλωσω, θα μ'αφησεις να..."


Τωρα πια, 
τωρα πρεπει να σβησω
με την γλωσσα μου
όλα εκεινα τα λαθη που ζωγραφισα
και να μη σου πω τιποτα.
Παρα μοναχα σιωπηλα
να ελπιζω πως
πριν κοιταξεις το ρολοι σου
ή το ημερολογιο -καρφωμενο πλαι στον καθρεφτη-
θα στρεψεις το βλεμμα σου
στα ασπρισμενα μαλλια μου
και θα κρατησεις  
τα χερια  μου που εμειναν αδεια,
τοτε που ευχηθηκα
να ζησω λιγο παραπανω. 

Τετάρτη 13 Απριλίου 2011

Βόλτα


Ένα αγόρι καθισμένο σε μια γωνιά
τσιμπολογάει ένα βραβείο και κλαίει.
Δεν του το χάρισε κανείς
το κέρδισε μονάχος κι έτσι μπορεί να το πετάξει
να σιχτιρίσει το παρόν του
και να με στείλει –ή να πάω μόνη μου- στο διάολο
έτσι λειψή και χορτασμένη
που σέρνω τη ζωή μου πλάι του.

Τρίτη 12 Απριλίου 2011

Μικρο αστικο ημερολογιο #3#


Εξω φυσαει ενας αερας που σηκωνει τα σκεπασματα κάτω από τη σκεπή. Ήλιος. Πρωί. Όλα εντάξει, αρτιμελής και ελαφρώς αισιόδοξη. Αυτή η μέρα μπορεί να είναι μια απόπειρα για κάτι καλό. Για λιγο θαρρος.  Πάντα ο αέρας μου δίνει δύναμη.

Έξω. Κρύο, θάλασσα με ηλιο, βουτιά με τη γλώσσα σε παραμύθια και αληθειες, τα παπουτσια μου ζωγραφισμενα με χαμογελα κ αισιοδοξια, δυο φωτογραφιες, δυο αγκαλιες, λιγο τρεξιμο, κι επειτα ένα ζευγαρι παπουτσια κρεμασμενα από ένα καλωδιο ρευματος, κοσμος, φασαρια, συνηθεια, μα τα αυτια επικεντρωνονται σε ηχους και χρωματα, στο ιδιο το τιποτα. Μα αυτή τη φορα το τιποτα μπορει να γινει τα παντα. Η γλωσσα ενός σκυλιου στην παλαμη μου, μου ακουμπαει τα ποδια και ειμαι ευτυχισμενη, τα στηθη μου ελευθερα κι ο δρομος γεματος σκουπιδια, ένα παιχνιδι από χαρτι χοροπηδαει στο πατωμα και στο κεφαλι μου, μια ματια στα Καστρα, κι επειτα παλι εξω. Ο δρομος είμαι εγω.

Στοπ. Υπογειο, μπλε καθισματα, ανθρωποι, αυτή τη φορα μοναδες, ματια γνωριμα, φωνες να εξερευνουν τη σιωπη, σωματα λυμενα, πρεπει τωρα να αφεθεις και να γινεις «η ομαδα». Μαθε ποιος εισαι κ αφησε το σωμα σου, εμπιστευσου το σωμα του αλλου, γινε ο άλλος, τωρα πρεπει να γινεις ο άλλος, μη σκεφτεσαι εσενα, μπορεις να φωναξεις, για λιγο μπορεις να μη νοιαστεις για τιποτα εκτος από το παιχνιδι. Ο πραγματικος κοσμος είναι εκει. Ο πραγματικος κοσμος είναι εδώ. Ο πραγματικος κοσμος είναι…  Λιγο πιο ελευθερη τωρα και παλι εξω. Στοπ. Στοπ;

Αναδρομη. Μιλας. Περιεργο, αλλα δεν υπαρχει δισταγμος. Ναι, γινεται. Χρωμα από κακάο, εσυ μιλας για τοτε και ξερεις. Όλα ειχαν νοημα. Χρονια πριν, τα παρασιτα του ραδιοφωνου, παρασιτα στην καρδια, αθωοτητα και φωνες χωρις υποσταση πισω από το μικροφωνο, σε μεταμεσονυχτιες εκπομπες. Ένα μηνυμα. Ένα μονο. Απουσια. Κυλαει η ζωη, ρεει, ο δρομος πηγαινει, κανει στροφες, κ στα χερια μια κορδελα από μεταξι, μπλεκεται, γινεται σχεδιο, κρεμαει πανω της μπαλονια, λογια, δακρυα, αγαπες. Κι επειτα μια συμπτωση, μια στιγμη από το χαος και φερνει τις ανυποστατες φωνες διπλα, μεσα σε κάθε πορο του σωματος, σε κάθε μικροσκοπικη σκεψη του μυαλου. Κι ανθιζουν όλα, τα χιλιομετρα πανε περιπατο, η κορδελα πεταει στον αερα κι επειτα μετραει αποστασεις, μετραει «σ’αγαπω παντα», μετραει τα παντα και δεν μετραει τιποτα, γιατι δεν εχει λογικη. Γινεται «ευχαριστω», γινεται «σε μισω αγαπη μου», γινεται ένα με την απολυτη ευτυχια, κι υστερα γινεται ένα με το κενο. Μα τα ματια  δεθηκαν ήδη. Μόνο κόμπος, ο φιογκος δεν εφτασε. Ακομα. Δυο χρονια πριν. Παρά μια μερα. Ακριβως. Και τωρα δεν μιλας, τωρα τα λογια φοβουνται την εκρηξη, φοβουνται μηπως τολμησουν. Δεν πειραζει. Η μηπως όχι; Στοπ. Κι ανασα.

Ποτε δεν ξερεις. Και το βραδυ είναι ομορφο, δροσερο οσο πρεπει και τα αεροπλανα πετουν πανω από το κεφαλι μας, και τα βλεμματα χαιδευουν αλλα χερια, μα η ελια που εχω κατω από το δεξι μου ματι παραμενει εκει. Και το φεγγαρι εχει κανει έναν γυρο. Δυο γυρους. Ξανα και ξανα. Την τριτη φορα, στο σκοταδι ειμαι μονη. Κι αληθεια, ο χρονος καμια φορα σταματαει ακομη, χωρις παρηγορια. Κλεισε το παραθυρο, εβγαλε ψυχρα.

Η πολη αυτή κρυβει μια πληγη κι ένα καταφυγιο για ολους. Κι είναι καλα ετσι.

Σωπασε τωρα. Τα χερια δεν ξεχνουν. Χαμογελο;

Παρασκευή 8 Απριλίου 2011

7.4.11


Στον Γ.Γ.

Δεν ειναι ο πονος
που δινει θεληση για ζωη
κι οσα δακρυα κι αν στερευουν
πανω απο χαρτια
για να πλαγιασουν πανω τους
ποιηματα
στο τελος
η ζωη κρυβεται
στα πεταλα μιας μαργαριτας
εχει μια γλυκα απο αρνηση
κι εναν θανατο τοσο μακρινο
που τωρα μοιαζει σαν να μην υπηρξε

Δευτέρα 4 Απριλίου 2011

Μικρο αστικο ημερολογιο #2#


Στον τοιχο μου είναι κολλημενο ένα τεραστιο ημερολογιο που θυμιζει χαρτη, από τοτε, στη «γη της γηραιας Αλβιονας». Τρεις μηνες, μερα-μερα τραβηγμενοι με χι, σημειωμενα θαυμαστικα και ηλιοι-να εχω κατι να περιμενω, να προγραμματισω, να προλαβω να ζησω κατι ακομα- ενας τροπος να θαυμαζω το περασμα του χρονου. Λιγο ακομα να αγαπησω τη ζωη μου. Τα κουτακια που σημειωνουν τις μερες που ακολουθησαν είναι κενα. Και φταιω.

Καθενας αξιζει λιγη αγαπη. Σκεψεις με κατευθυνση προς μια θαλασσα μουχλιασμενη,ο ηλιος είναι εκει, ανοιξιατικος και ζεστος, αποπροσανατολιζει τον πονο. Όλα μοιαζουν καλυτερα στον ηλιο, μα παντα μου αγαπουσα τα σκοταδια. Καθενας αξιζει λιγη αγαπη, και πολλοι θα πεθαιναν πιο ευκολα αν ηξεραν πως καποιος τους αγαπα. Ή αν δεν ξεχνουσαν τοσο ευκολα.Καθενας μπορει να αξιζει λιγη αγαπη. Κι όταν ο πανικος ταραζει τα χερια σου στο ακουσμα του μπαγλαμα, τοτε ξερεις ότι κι εσυ αξιζεις αγαπη.Απο τον εαυτο σου, λιγο παραπανω. 

Ουφ και παλι. Ρυθμος, φωνη, το σωμα σταζει ειρωνια και απογνωση, τα ποδια πονανε, τα λεφτα δεν φτανουν για μπυρα, το τσιγαρο δανεικο, η παρεα διπλα, μα η μοναξια πιο κοντα, τα λαθη χαρισμενα -ουχι δανεικα- μα ευπροσδεκτα σαν το διαολο πισω από την ευτυχια, και η σιωπη εδώ. Η σιωπη ειναι εδώ. Εμεις; Θα φτασουμε εδώ; Και η μουσικη μες στο μυαλο γιατι δεν σωπαινει ποτε; Η μουσικη στο μυαλο δεν σωπαινει ποτε. Τελεία.

Κι εξω, η πολη, μυριζει παντα ζωη.

Παρασκευή 1 Απριλίου 2011

Μικρο αστικο ημερολογιο


Ξυπνημα, ενας σταυρος καμμενος στο ονειρο, ένα κυνηγητο ατελειωτο που σε ανακυρησσει επισημως μουμια στη ζωη, μηχανηματα κανουν φασαρια κοντα στην πλατεια, μια ματια σε ένα δεντρο που ακομα δεν ανθισε, κ επειτα βηματα ασταθη και αθορυβα στο πλακοστρωτο, μετα μποχα και σκουπιδια, μια γυναικα με ένα μαχαιρι κ σακουλα -δεν βγηκε βολτα για χορτα στο βουνο, αλλα για συλλογη θησαυρων μεσα κ γυρω από τους καδους- φοβος, θυμιζει το κυνηγητο εκεινο. Ουφ. Πιο γρηγορα βηματα, φασαρια, σκυλια, καυσαεριο, κορνες, ένα αστικο με ιλλιγγιωδη ταχυτητα, σταματαει παντα στο ιδιο μερος κ ετσι δεν κοβω ποτε βημα και νιωθω θαρραλεα για μια στιγμη- δεν με πατησε. Ευτυχως-δυστυχως-ευτυχως-δυστυχως-ευ…
Κι επειτα πλανωδιοι, παπουτσια, ρολογια, κατσαρολες, τσαντες, φουλαρια, κοσμηματα, χαρτομαντηλα, μεταναστες –ποιος νιωθει τελικα πιο μεταναστης; - μηχανακια για παραδοση ετοιμου φαγητου περνανε ξυστα, νομιζω θα με πετυχουν, τελικα ουτε αυτά το κανουν.
Κατεβαινω την κοκκινη κατηφορα, δεξια μαγαζια –δεν κοιταζω ποτε μεσα- , αριστερα ενας διαδρομος με γκαζον κ λουλουδια, μετα αφισες στον τοιχο, συναυλιες, παραστασεις, πορειες, διαμαρτυριες-προσεχε τα σκαλια, γλιστρανε παντα, τις βροχερες μερες κανουν κ μια τεραστια λακουβα κ δεν γλιτωνω τα νερα. Καμαρα.
Κοσμος, σκυλια, ταξι, μυρωδια από ψητο κρεας, η μυτη τσουζει από το καυσαεριο και ξαφνικα στριμωγμα με δεκαδες αγνωστους στη διαβαση, σαν προβατα, αναβει πρασινο περνας-αναβει κοκκινο σταματας κι οι αλλοι ακολουθουν. Οι περισσοτεροι μιλουν στο κινητο, καποιοι περπατανε με καποιον διπλα τους, οι υπολοιποι με ακουστικα στα αυτια. Αν δεν συμβαινει τιποτα από αυτά το βλεμμα παραμενει χαμενο. Δεν χωρανε ολοι στη διαβαση, περνανε με αγωνια ή αδιαφορια που σημαινει ότι  ειτε σκονταφτουν πανω σε αλλους, είτε τους αποφευγουν. Εγώ προσπαθώ να τους αποφευγω, κι ετσι μένω τελευταία στην ατακτη σειρα. Κοιτάζω τους ανθρωπους ή μην με πετυχει εδώ κανενας περιεργος οδηγος.  Αλλα ουτε τωρα.  Όταν εχω τα μαλλια μου κατω νομιζω πως αυτοι που ερχονται από απεναντι με κοιταζουν στα ματια, τις υπολοιπες μερες περναω αδιαφορη. Διαφορα τετοια ξεπηδουν από το μυαλο κι επειτα το ποδι φτανει στο απεναντι πεζοδρομιο και… αριστερα, δεξιά ή θάλασσα; 

Τετάρτη 30 Μαρτίου 2011

Τις ώρες που ξόδευα
μες στα μάτια σου
η ζωή άλλαζε
για όλους τους ανθρώπους
που κατοικούν μέσα μου.

-Δεν ήταν οι διαμάχες
που με αφύπνιζαν
ούτε κι εκείνα τα μισόλογα τους-

Ήταν νομίζω η ελπίδα
ότι μπορώ
μπροστά σου
να ονειρευτώ το τίποτα.

Σάββατο 19 Μαρτίου 2011

Σκαλα


Τι κανεις τωρα Γκρέις;

Ανατιναζομαι και βουλιαζω, κραταω το μικρο κουτι και τυφλωνομαι, η σκαλα στο τελος του διαδρομου δεν οδηγει πουθενα, οι φοβοι μας οι πιο μεγαλοι δεν βρισκονται εκει. Η σκαλα στο τελος του διαδρομου εχει μεσα της ολακερη την οικουμενη του τιποτα. Αντεχεις το τιποτα; Δεν αντεχεται το τιποτα, θελει αιμα για να το βασταξεις, περηφανια κι απογνωση. Αντεχεις το τιποτα; Αντεχω το τιποτα, καμια φορα το ζηταω κιολας. Αντεχεις το τιποτα; Όχι δεν το αντεχω, κανεις δεν το αντεχει το τιποτα, καποια στιγμη ολοι ζητουν να εχουν κατι, κι ας είναι το κενο.  Στοπ. Φωτα.

Κραταω ματωμενες γαζες στο χερια μου, τη μια την κρυβω μεσα στο μανικι μου να μην δει κανεις ότι εφταιξα, να μην ξερει κανεις πως εγω εγω εγω την ματωσα με κάθε ψεμα, με κάθε αληθεια, με κάθε φοβο που αρνηθηκα. Εγω, και την επομενη την βαζω στην τσαντα μου, την άλλη την κραταω στα χερια μου και με την άλλη φραζω το στομα μου, να μην μιλησω, να μην αναπνευσω, να μην ακουστω ξανα. Στοπ. Πονας τωρα; Πονας; Πονας που σ’αγγιζω, πονας που σε φιλαω, πονας που σε σκεφτομαι, πονας που σε κραταω, πονας που σε γαμαω, πονας που υπαρχεις; Όχι, μη μιλας, όχι.

΄Η μαλλον μιλα. Αντεχεις τη σιωπη; Αντεχεις τα ψεματα, αντεχεις τα δακρυα, αντεχεις την ιδια σου την φωνη, όταν σου λεει τρεξε, φυγε, μεινε, στασου; Αντεχεις, εκεινο το κενο στο τελος του διαδρομου; Αντεχεις το κενο στη φωνη σου; Αντεχεις το κενο στο μυαλο σου;

Όχι. Ναι. Όχι. Δεν ξερω.

ΤΙποτα.


Βασισμενο στο «Κρυφο Δωματιο» της Καρόλ Φρεσέτ

Κυριακή 6 Μαρτίου 2011

Οι ανθρωποι μου. Ισως κι εγω.


-H Κατερινα, ο Γιαννης
-Α! Νομιζω σε θυμαμαι... Σε ειχα γνωρισει σε μια πλατεια πριν χρονια, μπροστα στο αγαλμα
-Α, σε θυμαμαι κι εγω, ναι...

 Εμενε στα τελευταια διαμερισματα ενος νεοκλασσικου, χρησιμευε τοτε για να εκτονωνουν την μοναξια τους κατι μπερδεμενοι αντρες. Ηταν φτηνοτερο απο τα αλλα, κι ας διαφωνουσε η αδερφη του. Δεν πειραζει, ειχε περιστερια τριγυρω να κοιταζει, σαν εκεινα που μπλεκονταν στα ποδια μας, οσο καθομασταν σε κεινο το παγκακι. Μια κοινη γνωστη τοτε αναμεσα, ο αδερφος μου τωρα.

 Δεν ειχαμε τιποτα αλλο να πουμε. Μονο θυμηθηκαμε για λιγο. Ποτε δεν εχω να πω κατι σε ανθρωπους που γνωριζω ή βλεπω τυχαια. Μου φαινεται ανωφελο, να ανταλασσεις κουβεντες με γνωστους που συναντας τυχαια. Γι'αυτο δεν κανω φιλιες ισως. Να, τωρα ας πουμε, δεν σκεφτηκα να τον ρωτησω αν μενει ακομα στο ιδιο μερος. Θα ηταν ενδιαφερον. Οι ερωτησεις προκυπτουν αργοτερα στο κεφαλι μου, οπως και οι εικονες, οι αναμνησεις. Αληθεια, εχω προβλημα με τις αναμνησεις. Μοιαζουν ολες θλιμμενες ή τουλαχιστον εγω θλιβομαι οταν θυμαμαι. Εχω προσπαθησει πολλες φορες να τις αποκοψω απο το εγω μου, ισως και να νιωσω χαρουμενη στην σκεψη τους, αλλα η θλιψη κερδιζει παντα. Θυμαμαι.

 Ενα μεσημερι, στην αγαπημενη μου ωρα, να περιμενω εναν αγνωστο μαζι με εναν ποιητη που φορουσε ενα τσιγαρο στα χειλη.  Και περιμεναμε αμιλητοι, κοιτωντας αφηρημενοι τα περιστερια που πεσανε σε κατι κομματια απο ψωμι. "Ειναι αρουραιοι με φτερα", ειπε ο ποιητης, κι ανεφερε το ονομα εκεινου που το ειχε πει πρωτος. Μα  εγω θα ορκιζομουν οτι το ενα του ματι σκοτεινιασε λιγακι περισσοτερο, κι ετσι δεν μπορεσα να συγκρατησω το ονομα. Κι επειτα ηρθε εκεινος ο αγνωστος, με ενα χαμογελο που με εκανε να ντρεπομαι τη ζωη. Ειναι φτηνα τα πρεπει και τα θελω, και πιο φτηνα τα "μπορω" που ξεστομιζουμε καθε μερα. Τετοια σκεφτομουν και θυμωνα με μενα και δαγκωνα τα χειλη μου, να τα τιμωρησω για τα χαμογελα που ντραπηκαν να χαρισουν. Και περνουσε το απογευμα, περνουσαν οι ωρες.

 Καμια φορα, σκεφτομαι οτι οι αναμνησεις ειναι θλιβερες, γιατι οι ιδιοι οι ανθρωποι που τους εδωσαν καποτε υποσταση σαν στιγμες ειναι θλιβεροι. Σχεδον απαισιοι. Δεν ξερω τι συμβαινει με το ειδος μου, καμια φορα το σιχαινομαι, κι επειτα σκεφτομαι οτι δεν φταινε εκεινοι. Ισως κι αυτοι να σιχαινονται εμενα. Δυσκολη η συνυπαρξη, ακομα κι αισχρη.

 Κι επειτα ξαναεμφανιζονται δυο τρεις αλλοι, που δεν σ'αναγκαζουν να μιλας, μονο σου λενε ιστοριες. Ειναι σπουδαιοι οι ανθρωποι που ξερουν να αφηγουνται χωρις να κομπαζουν. Μου προσφερουν ηρεμια και ασφαλεια, δεν νοιαζονται να πουν οτι με ξερουν. Και γραφουν γραμματα σε φανταστικες γυναικες, στιχακια σε πορτοκαλι χαρτακια, και φωναζουν μεσα στο δρομο, με μια αφελεια ξεχωριστη. Κι αλλοι που σ'αγκαλιαζουν μεσα στη νυχτα για να κλαψεις κι ετσι μοναχα συγχωρεις τον εαυτο σου για τα λαθη σου ή σου χαιδευουν τα δαχτυλα οταν κοιμασαι. Αυτοι, που ειναι ποιητες στα κοκκαλα τους, κι ας κουβαλανε πανω τους τον οικτο της ζωης τους, ας σερνουν πισω τους φοβους πραγματικους.

 Με μπερδευουν οι ανθρωποι, νιωθω μικρη καμια φορα. Συνηθως οταν ειμαι μονη.

 Και τωρα δεν εχω κατι αλλο να πω.

 Θελω να σταματησω.

Τετάρτη 2 Μαρτίου 2011

Ποταμος


Εχω ενα ποταμι τεραστιο
μπροστα μου να κυλαει,
με γραμματα κιτρινισμενα
ριγμενα στα νερα του.
Κολυμπανε, επιπλεουν,
βουλιαζουν, πνιγονται.
Ειναι εγω
μα δεν μοιαζουν σε μενα.
Ριχνονται σε τρενων γραμμες
κ περιμενουν το σφυριγμα
να λυτρωθουν.
Τα υπολοιπα ξαπλωνουν
στις χιονισμενες οχθες
να ζεσταθουν απο τον ηλιο,
διπλα σε παραμυθια
που ξεβραζονται νεκρα.

Σάββατο 19 Φεβρουαρίου 2011

Πεθανε σου λεω


Δηθεν σταυρωμενοι απ’τους καιρους
δηθεν εκπτωτοι της ζωης
–παρανοια από τα γεννοφασκια–
κι η ζωη προχωραει .
Μονο εσυ κοιταζεις,
φανταζεσαι θυμησες.
Η Μουσα πεθανε πριν χρονια.
Δεν βρισκεται
στα ποδια μιας γυναικας.
Φυτοζωει μες στο μυαλο
Και παλλεται γυμνη κάθε που χαραζει
πανω απ΄τα κουφαρια της λογικης.
Χαραμι το κορμι της
Σε δηθεν λατρεις της Απελπισιας.
–Ποιας;–

Παρασκευή 18 Φεβρουαρίου 2011


Η ανθρωπινη
ψυχη
ειναι κτηνωδης.
Πουλαω
τη δικη μου
δωρεαν
στο τιποτα
και δηλωνω
οτι απουσιαζω.
Εδω
και
αλλου.
Λειπω.

Πέμπτη 10 Φεβρουαρίου 2011

"Επανασταση ειναι η ομορφια σου"


B.Σ.

Καθε Φλεβαρη η ιδια ιστορια. Ανθη αμυγδαλιας, κι εγω απο κατω να παρακαλαω τα κλαδια να μην τα διωξουν, να καθυστερησει λιγο ακομα η ανοιξη... Κι αν εκεινα ειναι ομορφα, κι αν ηλιαχτιδες μπαινουν απο τον φεγγιτη καθε πρωι, αν ακομα ξερεις να μεθας με πιτουρα και αναστεναγμους, κι ακομα, ακομα αν χαμογελας οταν χαπια κ λυπηση χορευουνε πανω σε τραπεζια, τοτε χαλαλι, ας το ονομασουμε ολο αυτο ομορφια. Ας βαλουμε φωτια στον κοσμο, με προσαναμα την καρδια μας, να τρομαξουμε τα "μη". Να κανουμε κανταδα στη ζωη μας και να κλαιμε, να κανουμε φυλαχτα ξερα λουλουδια που μας χαρισαν, να δωσουμε στη ρετσινα δοξες και τιμες. Μηπως και ζησουμε λιγακι, και οι πλησιον των ποιητων μπορεσουν να γελανε, οσα ονοματα κι αν εχουν. Γιατι μωρε, ευχαριστιες δεν χωρανε σε στιχους, οσο η παρεα κρυβεται σε ενα πακετο κιτρινα καρελια.
Καλη σας νυχτα...

Παρασκευή 4 Φεβρουαρίου 2011

Φεγγιτης


Εξι αστερια αυτοκτονουν απ'τον φεγγιτη
κι εγω δραπετευω
απο την χαραμαδα της σκεπης
σαν ελπιδα που βρισκει σωτηρια
εξω απο το ονειρο.

Λασπη στο σωμα μου,
μοναχα λασπη
και το νερο δεν φτανει
να ξεπλυνει τα χαδια
που σημαδεψαν τα ματια μου.
Ζηταω αγιασμα και καθαρση
μα επειτα θυμαμαι πως επαψα
απο καιρο να πιστευω.

Δωσ'μου τα χερια σου κυρα,
να τα φιλησω
να εξαγνιστουν οι αναγκες μου.
Στην κολαση ετουτη μονο
ο παραδεισος μας μενει.

Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2011

Αν αγαπάς σαν τη σιωπή,
να αγαπώ σαν την απουσία;

Τετάρτη 19 Ιανουαρίου 2011

Προσευχη

Τα μαλλια μου στο στηθος σου
χαιδευαν την ελευθερια μου
μα εμενα μου αρκουσε
να μεινω.
Θα μεινω.
Για μια στιγμη,
για ενα φιλι στις παλαμες μου
που μοιαζει με
ευτυχισμενα δακρυα
μιας ξεπεσμενης μοναχης.
~
Καμια προσευχη
δεν την γλιτωσε
απο τοτε που επαψε
να πιστευει
σε κατι ανωτερο
απο την αδυναμια
της θελησης της.

Σάββατο 8 Ιανουαρίου 2011

Τα ματια του αδιαφορησαν
για εκεινα τα δακρυα που σκουπισε,
τα δαχτυλα του σωπασαν.
Δεν εχει γυρισμο η απογνωση
μονο καινουργιο προορισμο-
μια νεα, ισως, διατυπωση.
Ευηχοι, ανωριμοι κι αστειοι
ετσι τους ορισε
τους λατρεις της συνηθειας
τοσο -δεν- αντεξαν
ο,τι ωραιο επεζησε
απο τη νυχτα της θλιμμενης του γιορτης.

Παρασκευή 7 Ιανουαρίου 2011

Στο μωβ

Ο ηλιος ειναι δικος μου αυτες τις μερες, κοιμαται χαμηλα στην μεση μου ολη μερα, και οταν ολοι νομιζουν οτι βασιλευει, ξεσκεπαζεται και πηγαινει και καθεται πισω απο κατι αραια συννεφα προς τη δυση. Απο τον πονο του σωματος μου, βουταει μεσα στο μωβ του οριζοντα. Καθε μερα. Και ξανα παλι. Μια με ζεσταινει, μια με χαιδολογαει απο μακρια. Κι ετσι ειμαι σιγουρη, οτι ολα ειναι ενταξει. 
Τους εχω πει εγω, δεν θα φοβαμαι αλλο. Μονο ο φοβος μου με τρομαζει, και λιγο οι αραχνες. Α ναι, και καμια φορα οταν λενε οι εφιαλτες μου οτι θα μου κοψουν τα μαλλια τοσο κοντα με ενα μαχαιρι, που θα κρυωνει ο λαιμος μου. Σιχαινομαι να κρυωνει ο λαιμος μου, προτιμω να μυριζει σαν εμενα και να υποδεχεται μικρουλικα "αχ". Δεν θελω να παω αλλου, κραταω τα μαλλια μου -που τα εσωσα μετα απο τη μαχη- κ τη γλωσσα μου, τα πηγαινοφερνω και καμια φορα τα κοιταζω στοργικα μη μου χτυπησαν, ετσι οπως επιπλεουν μεσα στα χερια μου. Θελω να μεινω εδω, θελω να μεινω. Γιατι ολα τα υπολοιπα, ειναι τοσο απαισια και σκοτεινα, που ελπιζω οτι καποτε θα ξεσπασουν λιγη ομορφια. 
Μα ειναι αστειο, αληθεια, να αισιοδοξω μεσα σε νυχτες παροξυσμου, ειναι αστειο να αισιοδοξω γενικα, μου θυμιζω καρικατουρα, χαρουμενα μπλε στρουμφακια που χορευουν γυρω απο μανιταρια λες και ο κοσμος τους θα σωθει απο την βροχη που ερχεται, με τον χορο. Μα μετα μ'αγαπαω λιγακι, κι υστερα μ'ενοχλω, κι ενοχλω κι ολους εκεινους, εκεινους, εσας που κοιτατε. Κι ειναι αστειο ξανα. Αλλα δεν με νοιαζει. 
Εγω θα γυρναω ετουτη την χρονια, πινοντας τζιν με μπολικα παγακια, και θα σχεδιαζω μουτζουρες στο μικρο μπλοκακι που δεν βγαινει πια απο την τσαντα μου, και θα χορευω, κι επειτα θα κλαιω, κι υστερα θα γινομαι υπερφιαλη, κι υστερα θα μιλαω και θα αγαπαω σαν μωρο, και μετα θα αγνοω οπως ο χειροτερος ανθρωπος. Αργοτερα μπορει να ανοιξω μια αγκαλια  για να φωλιασουν ξανα οι φοβοι μου, να μην τρομαζουν κι εκεινοι. ( Η αληθεια ειναι οτι καμια φορα τους λυπαμαι, γιατι αν φυγουν απο μενα, πού θα βρουν αλλον να τρομαζουν; Κι ετσι συμπεραινω πως αρχιζω δειλα δειλα να τους εκτιμαω κι εκεινους.) Και λεω να συνεχισω να κοιμαμαι μπρουμυτα, για να μην θυσιασω την αθωοτητα μου. Επισης, ισως να αξιζει τον κοπο να προσπαθησω να γραψω κατι αξιολογο. Αλλα δεν βαριεσαι. Τα αλλα θα τα καταφερω, τωρα γυρισα, ειμαι εδω. Και το τριτο χερι μου, που δεν κραταει καρδιες και τριχες, ανοιχτο και περιμενει... 

Κυριακή 2 Ιανουαρίου 2011

Καληνυχτα...

Nα γυρνας μεθυσμενη και να μη σε νοιαζει,  να νιωθεις ερωτευμενη και να μην το αναγνωριζεις-ακομα ενα σημαδι της αγνοιας σου- μπορει και με την ιδια την ζωη, που ισως και να σε ξεγελαει, να χαμογελας, να τραγουδας, να εισαι εκει, μα κανεις να μην σε ξερει, κι ακομα εκεινοι που νομιζουν πως σε ξερουν να μπερδευονται, να εισαι ενοχλητικα εσυ, ενοχλητικα δικη σου, βαρετα σιωπηλη και ησυχη μεσα σε ολα τα αλλα, να μη σε νοιαζει, να μη σε νοιαζει τιποτα. Φτανει μονο εκεινο...
Κι επειτα να κοιμασαι και να ξυπνας μεσα στον πανικο, χωρις να φοβασαι, γιατι το αλκοολ ηταν πιο δυνατο απο ολα τα αλλα -αγαπημενο μου οινοπνευμα- και εκεινη η μονη αναγκη να γραψεις, να λυτρωνει καλυτερα απο εναν αντρα που κοιμαται διπλα σου στο κρεβατι, χωρις ποτε να μαθει τι εκανες αφου αποκοιμηθηκε, και να λες στον εαυτο σου:
Κοιμησου μωρο μου, ποτε κανεις δεν θα σε καταλαβει, δυο μας μειναμε κ αποψε, κοιμηθηκαν ολοι...
Καληνυχτα...